Στην επαναστατική Γαλλία, όταν ανακαλύφθηκαν για πρώτη φορά τα οστά ενός µαστόδοντα, ο φυσιοδίφης Ζαν Κιβιέ εξέφρασε τις ιδέες του για µια υφήλιο που καταστρέφεται ανά περιόδους, για «χαµένα είδη» (espèces perdues) και για την ύπαρξη ενός κόσµου που προηγούνταν του δικού µας. Και όντως, η φύση «αλλάζει πορεία» ανά περιόδους και τις στιγµές εκείνες είναι σαν να σπάει το «νήµα των λειτουργιών», γράφει η βραβευµένη µε Πούλιτζερ και από την Αµερικανική Ακαδηµία Τεχνών και Γραµµάτων Ελίζαµπεθ Κόλµπερτ στο εκπληκτικό βιβλίο της µε τίτλο Ο έκτος αφανισµός (εκδ. Μεταίχµιο), όπου παρουσιάζει τους «πέντε µεγάλους αφανισµούς» και τις αιτίες που θα προκαλέσουν τον επόµενο.
Η συγγραφέας αναφέρει θεωρίες των καταστροφών από τον 18ο αιώνα που μιλούν για κατακλυσμούς, για παγετώνες, για αλλαγές στο κλίμα, για προσκρούσεις με αστεροειδείς που άφησαν νέφη από καυτούς ατμούς και θραύσματα που έκαιγαν στο πέρασμά τους τα πάντα. Οι σύγχρονες μελέτες απολιθωμάτων αποκάλυψαν ότι μαζικοί αφανισμοί συμβαίνουν ανά τακτά διαστήματα, που απέχουν μεταξύ τους περίπου 26 εκατομμύρια χρόνια, και ανάμεσα στους πέντε μεγάλους φαίνεται πως υπήρχαν και μικρότεροι. Ξαφνικά οι οργανισμοί έρχονται αντιμέτωποι με συνθήκες για τις οποίες είναι απροετοίμαστοι και πεθαίνουν.
Ο έκτος αφανισμός έχει τη δική του καινούργια αιτία, σημειώνει η Κόλμπερτ: ούτε αστεροειδής ούτε τεράστια ηφαιστειακή έκρηξη, αλλά ένα «ψηλόλιγνο είδος», ο άνθρωπος, ο πιο επιτυχημένος εισβολέας στη βιολογική ιστορία, είναι εκείνος που αλλάζει τον κόσμο και μπορεί να προκαλέσει μαζικό αφανισμό. Κάθε φορά που γινόταν μαζικός αφανισμός είχε μειωθεί η βιοποικιλότητα, τονίζει η Κόλμπερτ, και περιγράφει γεγονότα που αποδεικνύουν ότι εν γνώσει μας οδηγούμαστε στη μείωσή της. Για παράδειγμα, έχει παρατηρηθεί ότι κοντά στο νησί Καστέλο Αραγκονέζε υπάρχουν οπές από τις οποίες πετάγονται πίδακες διοξειδίου του άνθρακα, που διαλύεται στο νερό και σχηματίζει οξύ. Γύρω από τις οπές οι αχινοί, τα μύδια, οι πεταλίδες, ασβεστοποιητές γενικότερα, χάνονται εξαιτίας της οξίνισης. Παρά ταύτα οι άνθρωποι εξακολουθούν να απελευθερώνουν διοξείδιο του άνθρακα, του οποίου το ένα τρίτο απορροφάται από τους ωκεανούς, με συνέπεια πολλά είδη, που αποτελούν τη βάση για θαλάσσιες τροφικές αλυσίδες, να μην επιβιώνουν στον όξινο ωκεανό.
Η Κόλμπερτ συνομιλεί με παλαιοντολόγους και εξελικτικούς ανθρωπολόγους, παρατηρεί απολιθώματα και επισκέπτεται τον Παναμά, εκεί όπου εξαφανίζεται ο χρυσός βάτραχος, την Ισλανδία, το τελευταίο καταφύγιο της άλκας που χάθηκε από το 1844, το Περού, όπου τα δέντρα «ανεβαίνουν» στο βουνό, ρίχνοντας τους σπόρους τους σε ψυχρότερα μέρη, προκειμένου να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή. Επισκέπτεται το Ολμπανι, όπου πεθαίνουν οι νυχτερίδες από τη «λευκή σκόνη», τον μύκητα που έφτασε εκεί πιθανότατα από την Ευρώπη: Ως ξενιστές οι νυχτερίδες δεν έχουν άμυνες απέναντι στον νεοφερμένο μύκητα, που αποδεικνύεται θανατηφόρος γιατί τις ξυπνά τον χειμώνα, ξοδεύουν τα αποθέματα λίπους τους και πεθαίνουν.
Οι γλαφυρές περιγραφές και η λογοτεχνική γραφή της Κόλμπερτ συναρπάζουν και διαπιστώνουμε ότι η ζωή έχει σκαμπανεβάσματα και είναι ανθεκτική, αλλά όχι σε άπειρο βαθμό. Στο Ανθρωπόκαινο, οι μεταστροφές που επιφέρουμε στη Γη είναι επικίνδυνες και, όπως καταδεικνύεται στο σπουδαίο αυτό βιβλίο σε ωραία μετάφραση του Γιώργου Μαραγκού, αν η ανθρωπότητα νοιάζεται μόνο για τον εαυτό της, τότε θα κόψει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται.
Η κυρία Αννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.