Η Φραγκογιαννού του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, η πρωταγωνίστρια της Φόνισσας (1903), συνιστά ένα τεράστιο μυστήριο, ζοφερό και γοητευτικό συνάμα, επειδή εξακολουθεί να δοκιμάζει, ύστερα από 120 χρόνια ακριβώς, τις αντιλήψεις που έχουμε για το ανθρώπινο είδος, για το τι μπορεί να κάνει και για το πού μπορεί να φτάσει. Ως γνωστόν, η «γραία Χαδούλα» σκότωνε τα μικρά κορίτσια του χωριού της αλλά «δεν το έκαμα για κακό», όπως ενδόμυχα πίστευε η ίδια, αντιθέτως τα σκότωνε προκειμένου να τα σώσει, να τα απαλλάξει από μια προδιαγεγραμμένη, αμείλικτη μοίρα. Η Φραγκογιαννού, καθώς εγκληματούσε, είχε και συναίσθηση και τύψεις συνειδήσεως. Πλην όμως, από την ώρα που «είχε ψηλώσει ο νους της», δεν σταματούσε, συνέχιζε ακάθεκτη.
Η πολυαναμενόμενη «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα, μια κινηματογραφική εκδοχή του παπαδιαμαντικού αριστουργήματος, μας δίνει την ευκαιρία να υποδεχθούμε ξανά την εμβληματική ηρωίδα του Σκιαθίτη στις δικές μας πολιτισμικές συντεταγμένες, να τη σκεφτούμε ξανά, να συγκλονιστούμε ξανά, να αναρωτηθούμε ποιες σημασίες είναι θεμιτό να της αποδώσουμε εν έτει 2023.
«Εντοπίζεις όλο κρυμμένες αιχμές»
«Το Βήμα» απευθύνθηκε πρώτα στη σεναριογράφο της ταινίας, την Κατερίνα Μπέη. Αισθάνθηκε καθόλου, προσεγγίζοντας το κείμενο, δέος ή φόβο; «Θα έλεγα ότι υπερίσχυσε ο ενθουσιασμός και η άγνοια κινδύνου. Φόβο ένιωσα όταν ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα και συνειδητοποίησα πως πλέον ό,τι έγινε-έγινε. Το κελί του Παπαδιαμάντη, εκεί όπου έγραψε τη «Φόνισσα», βρίσκεται συμπτωματικά τριάντα μέτρα από το σπίτι μου, κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, στου Ψυρρή, και αυτό προκάλεσε μια κάποια – σίγουρα παράξενη – οικειότητα μαζί του».
«Αυτό που θέλαμε να κάνουμε εμείς ήταν να ερμηνεύσουμε πιο πολύ το έργο, από κοινωνιολογική και ψυχολογική σκοπιά. Να καταλάβουμε, λ.χ., γιατί ο Παπαδιαμάντης αντιμετωπίζει με συμπάθεια τη Φραγκογιαννού, γιατί δεν την κρίνει», Κ. Μπέη.
Αραγε τι κρατά κανείς από τη Φόνισσα και τι δεν κρατά, με ορίζοντα τη σημερινή μεγάλη οθόνη; «Το θέμα της γλώσσας αλλά και κάποια θέματα της πλοκής αποφασίστηκαν συλλογικά, με τη σκηνοθέτιδα και τους παραγωγούς. Αυτό που θέλαμε να κάνουμε εμείς ήταν να ερμηνεύσουμε πιο πολύ το έργο, από κοινωνιολογική και ψυχολογική σκοπιά. Να καταλάβουμε, λ.χ., γιατί ο Παπαδιαμάντης αντιμετωπίζει με συμπάθεια τη Φραγκογιαννού, γιατί δεν την κρίνει. Θέλαμε να χτίσουμε την ιστορία φωτίζοντας τις προθέσεις του, δίνοντας μια εκδοχή για αυτά που σαφέστατα υπονοεί αλλά δεν λέει ξεκάθαρα. Από κει και πέρα έπρεπε να δημιουργηθεί ένα «σύμπαν» ασφυκτικό και απάνθρωπο που να ευνοεί την εξέλιξη της ιστορίας» εξήγησε η ίδια.
«Η σχέση της Φραγκογιαννούς με τη μάνα της είναι ο ένας άξονας της ταινίας και η ανομολόγητη ομερτά της μικρής κοινωνίας, σε σχέση με τους θανάτους θηλυκών βρεφών, είναι ο δεύτερος άξονας. Μελετώντας το κείμενο, η Εύα Νάθενα εντόπισε στο σημείο που περιγράφει την προίκα, πως η Φραγκογιαννού λέει ότι η μάνα της παραδόξως δεν τη δάγκωσε, ούτε τη χτύπησε… Πράγμα που σημαίνει πως την κακοποιούσε. Θεωρήσαμε ότι αυτή η σχέση μάνας και κόρης είναι κρίσιμη για το πώς διαμορφώθηκε η Φραγκογιαννού. Αναφορικά με το «μυστικό», με τους άνδρες που αποφάσιζαν αν θα μείνει ζωντανό το κορίτσι ή αν θα θανατωθεί, πρόκειται για ένα κρυμμένο έθιμο που μου αφηγήθηκε μια φιλόλογος και ίσχυε στα απομακρυσμένα χωριά και νησιά. Αυτό μας φώτισε ξαφνικά αλλιώς την ιστορία. Πραγματικά έχοντας αυτή τη γνώση αν ξαναδιαβάσεις το κείμενο, εντοπίζεις όλο κρυμμένες αιχμές» συμπλήρωσε η Κατερίνα Μπέη.
«Τόσο το βιβλίο όσο και η ταινία μιλούν για τη βία, τη στέρηση, την έλλειψη αγάπης, τη σκληρότητα, τη σιωπή, την υποκρισία της κλειστής κοινωνίας και την κακοποίηση, όχι μόνο από τους άνδρες προς τις γυναίκες, αλλά ευρύτερα. Πλέον οι γυναίκες και γενικά οι αδικημένοι αρχίζουν να μιλούν. Τότε δεν μιλούσαν. Ισως αυτό είναι και το σημείο μέσω του οποίου η ταινία «ακουμπάει» στο σήμερα» κατέληξε.
«Η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης κατάστασης»
Η Αγγέλα Καστρινάκη, καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, επεσήμανε στο «Βήμα» ότι η Φόνισσα είναι «ανεξάντλητη», ότι μπορούμε να τη διαβάσουμε με χίλιους δυο τρόπους. «Το ότι αντέχει σε πολλαπλές αναγνώσεις σημαίνει ότι είναι ένα μεγάλο έργο. Η πυκνότητά της και ο αινιγματικός χαρακτήρας της, τα παιχνιδίσματα της γλώσσας, τα γλωσσικά της επίπεδα (άλλοτε καθαρεύουσα, άλλοτε ιδιωματική γλώσσα), όλα αυτά μας προκαλούν να επανερχόμαστε σ’ αυτό το κείμενο, καθώς κάθε φορά ανακαλύπτουμε κάτι καινούργιο. Τη διάβασα ως νεαρή μητέρα, μητέρα κόρης, και αναστατώθηκα με ό,τι θεώρησα φονικό σαδισμό του Παπαδιαμάντη. Την ξαναδιάβασα λίγα χρόνια αργότερα (η κόρη μου είχε μεγαλώσει) και διέκρινα τον αποτροπιασμό του συγγραφέα απέναντι στους φόνους. Ποια ανάγνωση είναι πιο σωστή; Μάλλον και οι δύο στέκουν σε έναν βαθμό. Επειτα τη διάβασα με ενθουσιασμό για τα σύμβολά της που αχνοφαίνονται κάτω από τη ρεαλιστική ιστορία. Τέλος, τη δίδαξα στο Πανεπιστήμιο και δοκίμασα να δείξω τη μαεστρία στην κατασκευή, την πολυπλοκότητα στην τοποθέτηση απέναντι στα πράγματα, ακόμα και το χιούμορ της».
«Η «Φόνισσα» δείχνει πάντα την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Το ότι ο θύτης και το θύμα, ο κυνηγός και το θήραμα, μπορούν κάλλιστα να συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο», Α. Καστρινάκη.
Και η εποχή της; «Η εποχή της «Φόνισσας» ήταν μια σκληρή εποχή. Ούτε που μπορούμε να διανοηθούμε τώρα ότι όντως σκότωναν μερικές φορές στα χωριά τα νεογέννητα κορίτσια, επειδή ήταν τέτοια η φτώχεια που δεν μπορούσαν να τα θρέψουν και να τα προικίσουν ώστε να τα παντρέψουν. Δεν μπορούμε να συλλάβουμε τι σήμαινε να πεινά ο πληθυσμός τον μισό χρόνο, επειδή έλειπε το ψωμί και το λάδι. Αλλά δεν έχει καμιά σημασία που σήμερα απλώς παραπονούμαστε για την ακρίβεια και μειώνουμε κάπως τα έξοδά μας. Η «Φόνισσα» δείχνει πάντα την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Το ότι ο θύτης και το θύμα, ο κυνηγός και το θήραμα, μπορούν κάλλιστα να συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο» τόνισε η Αγγέλα Καστρινάκη.
«Ο Παπαδιαμάντης επίτηδες έχει κάνει τη Φραγκογιαννού απροσπέλαστα σκοτεινή, επειδή θέλησε να κρύψει στη μορφή της πράγματα ανομολόγητα. Εχω την εντύπωση ότι κανένας δεν βλέπει στην ηρωίδα αυτή απλώς ένα τέρας. Εμφυλη ταυτότητα σαφώς έχει, πάντως, η φόνισσα: είναι γυναίκα, το ον που κυοφορεί και γεννά. Και αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το μεγάλο θέμα στο ιδεολογικό σύμπαν του Παπαδιαμάντη. Η Φραγκογιαννού παίρνει τον νόμο στα χέρια της, τον νόμο των ανθρώπων και τον νόμο του θεού, σε ένα είδος αυτοδικίας. Δεν αγωνίζεται, απλώς φονεύει, και μάλιστα με έναν τρόπο «παραλοϊσμένο», εκτός λογικής. Δεν νομίζω πως είναι μια πρωτόγονη, ας πούμε, φεμινίστρια. Ο Παπαδιαμάντης βέβαια, ο δημιουργός της, θέτει ευθέως το ζήτημα της προίκας, το πόσο δυσβάστακτος και απάνθρωπος είναι αυτός ο θεσμός. Μια σπίθα «φεμινισμού» ίσως ενυπάρχει στον Παπαδιαμάντη. Επειτα έφτιαξε μια ηρωίδα που βάζει κάτω τους άνδρες, τους χωροφύλακες που ζητούν να τη συλλάβουν, κι αυτό είναι κάτι που σαφώς ο συγγραφέας το γλεντάει» ανέφερε.
«Αφετηρία είναι σταθερά η πατριαρχία»
Η συγγραφέας Γιώτα Τεμπρίδου, επίσης, έχει επιστρέψει πολλές στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. «Δύο στοιχεία που υπάρχουν στο βιβλίο, επειδή ο Παπαδιαμάντης τα έβαλε εκεί (και άρα δεν έχουν να κάνουν με τις δικές μας αναγνώσεις), είναι η από γεννησιμιού διαφορά αγοριών και κοριτσιών και η κατώτερη θέση της γυναίκας στο σπίτι και την ευρύτερη κοινωνία. Τα κορίτσια είναι πληγές και φέρνουν βάσανα, εξ ου και η αναζήτηση του «παλληκαροβότανου». Η γυναίκα (και συγκεκριμένα η γυναίκα της επαρχίας, για την οποία γράφει ο Παπαδιαμάντης) κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού, γεννάει, φροντίζει παιδιά και εγγόνια, την ώρα που ο άνδρας είναι απών ή αδιάφορος. Τη Φραγκογιαννού την παντρεύουν στα δεκαεφτά, της δίνουν και λειψή προίκα, όμως επιβιώνει σ’ έναν κόσμο που δεν είναι φτιαγμένος γι’ αυτήν, γίνεται δυναμική, ανεξάρτητη, με «ήθος ανδρικόν». Στα δικά μου μάτια φυσικά και είναι σύμβολο. Και αφού το έκανα προσωπικό: Είμαι σχεδόν σαράντα σήμερα και μεγάλωσα στην ελληνική επαρχία. Γνωρίζω πατέρα που δεν πήγε στο μαιευτήριο επειδή η σύζυγος δεν γέννησε αγόρι, έχω ακούσει πολλές φορές με τ’ αφτιά μου πως «τα κορίτσια είναι άλλο» και μου έκαναν αστειάκια(;) για την προίκα μου μέχρι που τελείωσα το λύκειο. Μετά έφυγα για σπουδές, δεν νομίζω πως άλλαξε ο κόσμος» είπε στο «Βήμα» η ίδια.
«Οι αναγνώσεις ευτυχώς δεν τελειώνουν ποτέ. Η δική μου αίσθηση είναι πως σ’ αυτή την περίπτωση την έμφυλη ανάγνωση την υποβάλλει το ίδιο το κείμενο (απλώς παλιότερα δεν θα τη λέγαμε έτσι)», Γ. Τεμπρίδου.
«Προσωπικά η Φραγκογιαννού μου φαίνεται βαθιά ανθρώπινη – και ο τρόπος που την παρουσιάζει ο Παπαδιαμάντης αριστοτεχνικός. Οι πράξεις της δεν έρχονται από το πουθενά. Μεγαλώνει δίπλα σε μια μάνα, τη Δελχαρώ, που ο κόσμος θεωρεί μάγισσα, μέσα σε μια κοινωνία που περιμένει πολλά από αυτήν την ίδια ώρα που δεν την πολυλογαριάζει για ανθρώπινο ον. Οι αναγνώσεις ευτυχώς δεν τελειώνουν ποτέ. Η δική μου αίσθηση είναι πως σ’ αυτή την περίπτωση την έμφυλη ανάγνωση την υποβάλλει το ίδιο το κείμενο (απλώς παλιότερα δεν θα τη λέγαμε έτσι). Φεμινιστικές αναγνώσεις τώρα θεωρώ πως σηκώνει οπωσδήποτε η «Φόνισσα». Μπορούμε να διαβάσουμε, για αρχή, τα λόγια «Οταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Οταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της» μαζί με το, αρκετά μεταγενέστερο, φεμινιστικό σύνθημα «Δεν είμαι του πατρός μου, δεν είμαι του ανδρός μου, θέλω να ‘μαι ο εαυτός μου». Εντάξει, πολλά έχουν αλλάξει σήμερα, ελπίζω πως δεν είμαστε πια στο «κορίτσι ή αγόρι» κατ’ αρχάς, αλλά διακρίσεις όλων των ειδών (σεξισμός, ομοφοβία, τρανσφοβία κ.ά.) συνεχίζουν να υπάρχουν σε εργασιακούς και άλλους χώρους – ως προς αυτό δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία. Μπορώ να φανταστώ τη Φραγκογιαννού μάχιμη φεμινίστρια και θα το πήγαινα και κάπου αλλού. Θα διάβαζα εκείνο το «Οσον αφορά το στερφοβότανο, ο πνευματικός της είχεν ειπεί ότι είναι μεγάλη αμαρτία» της «Φόνισσας» (που δεν πτόησε βέβαια ιδιαίτερα τη Φραγκογιαννού) μαζί με τη μέχρι σήμερα βεβαιότητα της Εκκλησίας πως πρέπει να έχει λόγο για τις αμβλώσεις. Ενας κοινός άξονας ή η αφετηρία είναι σταθερά η πατριαρχία» υπογράμμισε η Γιώτα Τεμπρίδου.
Ενσαρκώνοντας τη Φραγκογιαννού
«Και η Φραγκογιαννού ήτο επιτηδειοτάτη μεταξύ όλων των γυναικών». Ετσι περιγράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης την κεντρική ηρωίδα του, στο σημείο εκείνο που αναδεικνύει την πολυμήχανη φύση της, καθώς «ουδέν εκώλυε να κάμνη συγχρόνως και την μαμμήν ή την ψευδογιάτρισσαν, και άλλα επαγγέλματα ακόμη να εξασκή», προκειμένου να τα φέρει βόλτα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η εξαιρετικά προσεγμένη ταινία της Εύας Νάθενα, απαράμιλλης εικαστικής πνοής κατά τα λοιπά, και με καθαρή εστίαση σε συγκριμένα ζητήματα τα οποία αντηχούν στο παρόν, όπως οι γυναικοκτονίες, δεν θα ήταν η ίδια χωρίς τη συνταρακτική, μεγαλειώδη ερμηνεία της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη, «επιτηδειοτάτη» κι αυτή μεταξύ των ελληνίδων ηθοποιών που υπηρετούν με κάθε ικμάδα τους την υψηλή τέχνη της υποκριτικής.
Η Καραμπέτη, υποδυόμενη τη Φραγκογιαννού, ιδίως τη Φραγκογιαννού, άλλοτε με «το καλάθιον και το ραβδίον της», άλλοτε «σφίγγουσα τους οδόντας, με απλανές το βλέμμα», έρχεται και σφραγίζει με ένα στιβαρό μέτρο όλο το φάσμα εκείνης της «εσωτερικής ψυχολογίας» που ο συγγραφέας μνημείωσε πάνω στο χαρτί και έκτοτε, στοιχειωμένους, δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε. Η Καραμπέτη καθηλώνει και παράλληλα συνεπαίρνει τον θεατή, τρυπώνει κάτω από το δέρμα του. Το τοπίο αυτής της ταινίας, επί της ουσίας, δεν είναι άλλο από το πρόσωπο της Καραμπέτη, η οποία εξεικονίζει αλησμόνητα, πολυπρισματικά, τη Φραγκογιαννού. Η ταινία προφανώς δεν αποτελεί «μεταφορά» του βιβλίου, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, ούτε «πιστή» είναι ακριβώς, ούτε «γραμμική». Αλλωστε, δεν είναι αυτό το ζητούμενο, περνώντας από τη μια καλλιτεχνική φόρμα στην άλλη. Παπαδιαμαντικός πυρήνας, πάντως, υπάρχει στο εγχείρημα, ορατός και παλλόμενος.