23 Νοεμβρίου. Εκείνη την Παρασκευή είχε βραδιάσει νωρίς, έκανε ψύχρα. Κόσμος πολύς στους γύρω δρόμους, γεμάτο το κέντρο της Αθήνας. Τα πάντα έδειχναν να κινούνται στους εμπορικούς ρυθμούς της εισαγόμενης Black Friday. Στίφη καταναλωτών κατηφόριζαν νευρικά από τη στάση του μετρό προς την Ερμού. Ομως μετά τις έξι και μισή, στον αριθμό 8 της οδού Οθωνος, εμφανίστηκαν τα μέλη της ξένης αποστολής και οι έλληνες συνοδοί τους. Ξεχώριζαν από μακριά οι θήκες των μουσικών οργάνων και τα εξαρτήματα του συνεργείου τής σουηδικής ραδιοτηλεόρασης. Στον έβδομο όροφο, η πόρτα του Ιδρύματος Ουράνη είχε ανοίξει διάπλατα και φιλόξενα για τους επισκέπτες που είχαν κάνει το μεγάλο ταξίδι για να τη δουν. Στο βάθος, στην υποφωτισμένη αίθουσα συνεδριάσεων, καθόταν η ποιήτρια. Είχε απλωμένα τα χέρια της στο μεγάλο τραπέζι. Εκεί δίπλα, εκτός από βιβλία, υπήρχαν ελαφρά εδέσματα και ποτά, για το απαραίτητο φίλεμα. Πίσω της, πέρα απ’ τη διάφανη μπαλκονόπορτα, απλωνόταν πανοραμικά η πλατεία Συντάγματος, ολόφωτη, πολύβουη. Μόλις τους είδε να πλησιάζουν, η Κική Δημουλά σηκώθηκε αργά αλλά αποφασιστικά, καταβάλλοντας λίγη προσπάθεια παραπάνω, χαμογέλασε και τους καλωσόρισε. Τα αναλόγια δεν άργησαν να στηθούν, οι παρτιτούρες να λάβουν τις θέσεις τους, οι μελωδίες να πλημμυρίσουν τον χώρο…
Αφορμή γι’ αυτή την εγκάρδια δίωρη συνάντηση της βραβευμένης ποιήτριας και ακαδημαϊκού με καλλιτεχνικούς παράγοντες της Στοκχόλμης (που πλαισιώθηκε από τη μουσική του συνθέτη Γιώργου Καζαντζή και πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της σουηδικής πρεσβείας και του Σουηδικού Ινστιτούτου Αθηνών) στάθηκαν οι επικείμενες εκδηλώσεις προς τιμήν της εκεί, στη Σκανδιναβία, στη χώρα όπου, ως γνωστόν, απονέμονται τα Βραβεία Νομπέλ. Η ίδια είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει (όχι μόνο για τις τέχνες αλλά για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από τη σημασία της εκπαίδευσης ως τη σημερινή κατάσταση της Ενωμένης Ευρώπης) με τον Περ Ούλοφ Σαλ, πρώην διευθυντή του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μελαρντάλεν και της Μουσικής Ακαδημίας της Γκότλαντ, και τη σημαντική και διάσημη ηθοποιό του Εθνικού Θεάτρου της Στοκχόλμης Γκούνβορ Ποντέν, η οποία, με την επιβλητική και αισθαντική φωνή της, διάβασε ποιήματα της Κικής Δημουλά μεταφρασμένα στη σουηδική γλώσσα από τη Μαργαρίτα Μέλμπεργκ και τον Γιαν Χένρικ Σβαν. Την ηθοποιό συνόδευσαν μουσικά η Δέσποινα Αρβανιτίδου και ο Χρήστος Βερνάρδος, καθηγητές και σολίστες από τη Θεσσαλονίκη οι οποίοι, παρουσία του Γιώργου Καζαντζή, απέδωσαν μέρη από το έργο του «Μικρή σουίτα» (από το γνωστό ομώνυμο CD, μελοποιημένη ποίηση της Κικής Δημουλά) διασκευασμένο για δύο κλασικές κιθάρες. Ολα αυτά θα επαναληφθούν σύντομα και στη Σουηδία.
Η κουβέντα, κατά τα λοιπά, ήταν μακρά και ενδιαφέρουσα. Ετέθη, μεταξύ άλλων, ο προβληματισμός: μήπως τα παιδιά, έτσι όπως δομούνται σήμερα τα σχολικά προγράμματα, χάνουν την ευκαιρία να αναπτύξουν τις καλλιτεχνικές τους δεξιότητες; «Νομίζω πως, αν υπάρχει αυτό το μικρόβιο της συμπάθειας προς τις τέχνες, δεν εμποδίζεται από τίποτα, να επιδράσει στο παιδί. Μπορεί, βεβαίως, να μη γράψει ποίηση ή να μη συνθέσει μουσική. Ομως αυτό το μικρόβιο δεν κινδυνεύει από το σχολείο, τη διδασκαλία και τις οριοθετήσεις της. Αντιθέτως, όποιος έχει αυτή τη μικρή φλέβα μέσα του διεγείρεται περισσότερο από τις δυσκολίες. Νομίζω πως, αν υπάρχει αυτή η καλοήθης μόλυνση της τέχνης, θα επικρατήσει οπωσδήποτε. Παρά τα εμπόδια. Γιατί το πιστεύω: ο καλλιτέχνης γεννιέται και δεν γίνεται» απάντησε η ποιήτρια και όλοι συμφώνησαν μαζί της. Στο τέλος της βραδιάς, η Κική Δημουλά μοιράστηκε αποκλειστικά με «Το Βήμα» εντυπώσεις και ευρύτερες αγωνίες.
Πώς σας φάνηκε όλο αυτό, κυρία Δημουλά;
«Κοιτάξτε, εγώ δεν είμαι ανόητος άνθρωπος να μην πω ότι με πολύ καμάρι το έζησα αυτό, δηλαδή να αποκρύψω ότι μου έδωσε μεγάλη χαρά. Και μολονότι έχω ζήσει κάμποσες παρόμοιες περιστάσεις κατά το παρελθόν, πάλι με το ενδιαφέρον της πρώτης φοράς το είδα».
Εδώ που τα λέμε, το δικαιούστε μετά από τέτοια πορεία, και να γίνονται αυτά προς τιμήν σας και να τα χαίρεστε.
«Αυτό το «δικαιούστε» θα μου επιτρέψετε να σας πω είναι θέμα τύχης. Πρώτα-πρώτα, αν υποτεθεί ότι υπάρχει ένα ταλέντο, είναι θέμα τύχης κι αυτό».
Τύχη και ταλέντο πώς συνδέονται;
«Ε, ασφαλώς και συνδέονται. Σας ερωτώ: έχει ο καθένας ταλέντο; Οχι, τυχερός είναι μονάχα αυτός που το έχει».
Πώς τα πάτε με το ηλεκτρονικό τσιγάρο;
[Η ποιήτρια προτού απαντήσει μορφάζει. Και η περιφρόνηση επικρατεί της δυσαρέσκειας στο πρόσωπό της.] «Είναι ένα υποκατάστατο αυτό το πράγμα. Και ακριβώς επειδή είναι υποκατάστατο έχει ένα και μόνο χαρακτηριστικό: δεν ικανοποιεί».
Ας σταθούμε λίγο στη σχέση σας με το τσιγάρο. Πέραν της εξάρτησης, που είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους, μήπως εσείς έχετε ταυτίσει τόσο απόλυτα το τσιγάρο με την έμπνευση στο μυαλό σας; Μήπως εκεί κρύβεται το πάθος σας για τον καπνό;
«Βεβαίως. Και δυσκολεύομαι πάρα πολύ χωρίς πραγματικό τσιγάρο, στο οποίο καταφεύγω πια περιστασιακά, όταν ξεκλέβω κανένα… Αλλά μη μου ζητήσετε να σας περιγράψω τι ακριβώς τραβάω».
Συνήθως μιλάτε για ό,τι έχετε γράψει, κυρία Δημουλά. Αναρωτιέμαι, τι γίνεται όταν δεν γράφετε;
«Ε, αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον γιατί είναι και το πιο θανατηφόρο. Αστειεύεστε; Το γεγονός ότι έγραψες, ότι αξιώθηκες αυτό το δώρο, δηλαδή τη γραφή, και ύστερα συναισθάνεσαι ότι μπορεί κάποια στιγμή να σταματήσει, αυτό δεν τρώγεται και δεν χωνεύεται, είναι ανυπόφορο. Εγώ ζω με αυτόν τον φόβο, ότι δεν θα ξαναγράψω».
Το προσπαθείτε όμως;
«Τι; Να ξαναγράψω; Πολύ λίγο. Διότι νομίζω πως, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο, γίνεται πλέον μεγάλη νοθεία».
Νοθεία; Τι εννοείτε;
«Εννοώ το απλό: αν προσπαθείς, αν πασχίζεις να γράψεις, τότε πού είναι η έμπνευση, πού πήγε; Νοθεία, σας λέω, νοθεία».
Επομένως, όταν δεν γράφετε, τι συμβαίνει; Αυτή η κυρία που τη λένε έμπνευση δεν σας κάνει τη χάρη;
«Η έμπνευση δεν είναι καθόλου σταθερή στη συμπεριφορά της και, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν είναι καθόλου κυρία! Αυτή η ασταθής και ύπουλη, αν θέλετε, κυρία, όποτε θέλει έρχεται κι όποτε δεν θέλει δεν έρχεται. Κι αυτό είναι πολύ πικρό, ξέρετε. Είναι και περίεργο, στον ίδιο άνθρωπο που μόλις χθες μπορούσε να γράψει τέσσερα ποιήματα, μετά από μία ημέρα να μην μπορεί να γράψει τίποτα. Διότι συμβαίνει. Πέφτει μια ξεραΐλα. Και λες, τώρα δεν θα ξαναγράψω… Πώς να το πω αλλιώς; Καλύτερα να μην έχει γράψει ποτέ κανείς τίποτα, παρά να γράφει και να σταματάει. Είναι οδυνηρό».
Οι συνδαιτυμόνες και οι φίλοι σας, απ’ ό,τι βλέπω, περιμένουν όρθιοι να σας αποχαιρετίσουν.
«Είστε όρθιοι, παιδιά. Λοιπόν, πρώτα θα με φιλήσετε και μετά θα φύγετε. Για περάστε…».