Οι 14 χάρτες της Ελλάδας του Χάινριχ Κίπερτ που απόκεινται στη Βιβλιοθήκη «Δημήτρης Ι. Πουρνάρας» αποτελούν πρώτα έργα ενός διακεκριμένου γερμανού χαρτογράφου, την πείρα του οποίου θα χρησιμοποιούσε η ελληνική πλευρά προκειμένου να ενισχύσει τον φάκελο των διεκδικήσεών της το 1878 στο Συνέδριο του Βερολίνου που τελικά θα πρότεινε την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου στο ελληνικό κράτος.
Οι χάρτες συνοδεύονται από επιστημονική τεκμηρίωση των Ευάγγελου Λιβιεράτου, Μανόλη Κορρέ και Δημήτρη Σκλαβενίτη και βιωματικά κείμενα των Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, Βασίλη Βασιλικού, Τάσου Τέλλογλου, Γιώργου Λιάνη, Γιάννη Παπαδόπουλου, Παναγιώτη Τσούτσια, Σταύρου Καπάκου, Θανάση Βασιλείου, Βασίλη Τσεκούρα, Δώρας Αναγνωστοπούλου.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο ομότιμος καθηγητής Ανωτέρας Γεωδαισίας και Χαρτογραφίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ευάγγελος Λιβιεράτος περιγράφει τον αντίκτυπο του έργου του Κίπερτ στην Ελλάδα του 1878.
***
Ο δεινός πινακογράφος κ. Ε. Κείπερτος: Ετσι αποκαλεί τον εξηντάχρονο τότε Heinrich Kiepert, διάσημο καθηγητή του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, ο πενηντάχρονος λόγιος Μαργαρίτης Γ. Δήμιτσας σε κείμενό του, το 1879. Δηλαδή «επιδέξιο χαρτογράφο», εφόσον πίναξ είναι ο χάρτης και δεινὸς ο επιδέξιος (και όχι μόνο) από τα αρχαία ελληνικά.
Βαθύς γνώστης της ιστορικής γεωγραφίας της Μακεδονίας, ο Δήμιτσας ασκεί αυστηρή κριτική – ἔλεγχον τη λέει – στο ὡς πρὸς τὴν Μακεδονίαν μέρος του δίτομου έργου του Kiepert Lehrbuch der Alten Geographie (Εγχειρίδιο της Αρχαίας Γεωγραφίας), έκδοση του οίκου Reimer του Βερολίνου (1877, 1878). Αποδίδει τεκμηριωμένα στον συγγραφέα σκόπιμη μεροληψία εις βάρος της ελληνικότητας της αρχαίας Μακεδονίας, με σειρά γεωγραφικών και ιστορικών επιχειρημάτων, βιβλιογραφικά θεμελιωμένων, στο φορτισμένο περιβάλλον του Συνεδρίου του Βερολίνου.
Στην αρχή του κειμένου του ο Δήμιτσας σχολιάζει θετικά το μέχρι τότε έργο του Πρώσου ιστορικού γεωγράφου και χαρτογράφου, ο οποίος, πολλοὺς φιλοπονήσας ἱστορικοὺς καὶ γεωγραφικοὺς πίνακας, πολιτικούς, ἐθνογραφικοὺς καὶ ἐθνοκρατικούς, ἀναντιρρήτως πολλῶν παρέσχε τὴν ὠφέλειαν πᾶσι τοῖς ἀνάγκης αὐτῶν ἔχουσι. Αποδίδει τα εύσημα στα έργα του της πριν από το Συνέδριο του Βερολίνου περιόδου, ἐφόσον δικαίως κλέος εὐρὺ ἀνὰ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην ἐκτήσατο ὡς δεινὸς πινακογράφος, ἀνθ’ ὧν οὐ μόνον ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες πολλὰς ὀφείλομεν αὐτῷ χάριτας διηνεκῶς ὠφελούμενοι ἐκ τῶν ἔργων αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ πάντες ἐν τῇ ἱστορίᾳ καὶ πολιτικῇ ἐπιστήμῃ ἀσχολούμενοι τὴν αὐθεντίαν αὐτοῦ ἐπικαλοῦνται ἐν ταῖς διαφόροις ἐργασίαις αὐτῶν. Στη συνέχεια όμως, αναφερόμενος στο τότε παρόν της χαρτογραφικής του παραγωγής, ο Δήμιτσας αμφισβητεί τη φιλαλήθεια και την αμεροληψία του Kiepert, ὡς πρὸς τὴν Μακεδονίαν, υποσημειώνοντας χαρακτηριστικά: Ἐνταῦθα παρατηρητητέον ὅτι, εἰ μὲν φιλαλήθης καὶ ἀμερόληπτος ἔστιν ὁ Κείπερτος ἐν τοῖς πίναξι τῆς ἀρχαίας ἱστορίας καὶ γεωγραφίας, οὐχὶ τοιοῦτος φαίνεται ἐν τοῖς νεωτέροις πολιτικοῖς καὶ ἐνθογραφικοῖς πίναξι.
Ποιο ήταν όμως το «μέχρι τότε» έργο του Kiepert (πριν το ελεγκτέο του 1878), για το οποίο ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες πολλὰς ὀφείλομεν αὐτῷ χάριτας διηνεκῶς ὠφελούμενοι κατά τον Δήμιτσα; Προφανώς το πρώτο και σημαντικό του: ένας Ατλας ιστορικής γεωγραφίας που εξέδωσε το 1846 σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών, στον οίκο Nicolai του Βερολίνου, με τίτλο Topographisch-historischer Atlas von Hellas und den hellenischen Colonien (Τοπογραφικός και Ιστορικός Ατλας της Ελλάδος και των Ελληνικών Αποικιών) που στο εξής θα αναφέρεται ως Ατλας της Ελλάδος.
Την έκδοση προλόγιζε ο διάσημος Carl Ritter, καθηγητής γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, προσφέροντας το κύρος του στον νεαρό Kiepert. Ενα μέρος του Ατλαντα είχε ήδη εκπονηθεί το 1840 και το 1851 εκδόθηκε διορθωμένος από τον ίδιο εκδοτικό ιστορικό οίκο που μόχλευσε τον γερμανικό διαφωτισμό του 18ου αιώνα. Το 1846, έτος της πρώτης έκδοσης του Ατλαντα της Ελλάδος, ο νεαρός Kiepert βραβεύεται από την Ακαδημία Επιγραφών και Γραμμάτων της Γαλλίας.
Το κείμενο του Δήμιτσα εκδόθηκε τη χρονιά του κρίσιμου για την Ελλάδα Συνεδρίου του Βερολίνου (1878). Εκεί ο Kiepert – με κύρος στο γερμανικό διπλωματικό και στρατιωτικό κατεστημένο – έπαιζε ρόλο με την επιρροή του στην ιστορική γεωγραφία και τη συναφή με τα διπλωματικά διαμειβόμενα στο Συνέδριο απεικονιστική της. Οι χαρτογραφικές του δεξιότητες στο νέο αντικείμενο της «εθνογραφίας» είχαν ήδη κινήσει την ανήσυχη προσοχή και του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, ενώ τα προς συζήτηση στο Βερολίνο εδαφικά ζητήματα απασχολούσαν τους Ελληνες, κυρίως από το 1840 και μετά.
Ο Παπαρρηγόπουλος πλησίασε τον Kiepert, έχοντας συνειδητοποιήσει τις περιορισμένες ελληνικές χαρτογραφικές δυνατότητες της εποχής και την τότε ευρεία διπλωματική επιρροή της «εθνογραφίας». Σκοπός του ήταν η μέσω των χαρτών άσκηση ελληνικής επιρροής στο Συνέδριο του Βερολίνου, αλλά και η μετέπειτα χρήση χαρτών για τη γεωγραφική προβολή της ελληνικής ιστορίας. Αυτό είναι πρόδηλο στη σχετική αλληλογραφία του Παπαρρηγόπουλου. Φαίνεται ότι είχε βρει τρόπους επιρροής στον Kiepert, σχετιζόμενους με τις εκδοτικές δράσεις του διάσημου καθηγητή, ο οποίος με το έργο του, που το «ελέγχει» ο Δήμιτσας, και με τον εθνογραφικό χάρτη του υπονόμευε τα ελληνικά επιχειρήματα.