Είχε βρει το καταφύγιό του, ορεινό και μακρινό. Είχε το πλάνο του, επίσης. Είχε αποφασίσει να αυτοκτονήσει προτού εισέλθει επισήμως σε μια συγκεκριμένη ηλικία. «Είναι μια μετάβαση, αυτή στα σαράντα, από την ωριμότητα προς το γήρας∙ εγώ ήθελα να φύγω τριανταεννιάχρονος, έστω και στα χαρτιά». Αυτός ο αποξενωμένος, μονήρης, παράξενος άνδρας ήθελε να φύγει από τον κόσμο χωρίς να αφήσει ίχνη, επεδίωκε μια «μυστηριώδη εκμηδένιση, μια διάλυση του τίποτα». Δεν είναι κούφια πόζα αυτό, είναι ατόφιος πόνος, πνευματικός, σχεδόν συνειδησιακός.
Σχεδίαζε, λοιπόν, να τερματίσει τη ζωή του κατά τη διάρκεια της νύχτας, μεταξύ 1ης και 2ας Ιουνίου, σε μια σπηλιά ψηλά στο βουνό, να πνιγεί σε «μια κλειστή λίμνη, τη λεγόμενη της Μοναξιάς». Αλλά δεν το έκανε. Παρασύρθηκε από έναν συλλογισμό (ότι το ισπανικό κονιάκ δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το αντίστοιχο γαλλικό) και δεν το έκανε, ή δεν τα κατάφερε εν πάση περιπτώσει, αφού «ογδόντα πέντε κιλά έμβιας ουσίας δεν υπάκουσαν» τη δεδομένη στιγμή, αρνήθηκαν «να αλλάξουν ύλη», να πεθάνουν δηλαδή. Ετσι εξηγεί ο ίδιος την αστοχία του, μες στην εκκεντρική αλλά και επεξεργασμένη παθητικότητα που τον διακρίνει. Ωστόσο, παρέμενε ήρεμος και διαυγής. «Ενιωθα καλά. Κατά περίεργο τρόπο, απεριόριστα καλά» όπως εξομολογείται. Σε ποιον; Μα, στον εαυτό του. Με αυτόν ακριβώς συζητεί εν τω μεταξύ.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος