Ο Ντέξτερ και η Αθίνα είναι παντρεμένοι και ζουν σε ένα ήσυχο προάστιο της Μελβούρνης, στην Αυστραλία. Κάθε βράδυ, αφού τα παιδιά τους πέσουν για ύπνο, βγαίνουν έξω και περπατούν. Διανύουν χιλιόμετρα ολόκληρα μες στο σκοτάδι κουβεντιάζοντας, κουτσομπολεύοντας, κάνοντας τον απολογισμό των ημερών τους. Νυχτερινές βόλτες, λοιπόν. Πρόκειται για μια σταθερή, απαρέγκλιτη συνήθεια που επικυρώνει τον κοινό τους βίο, τον αδιατάρακτο και ευτυχισμένο σε μια ωραία γωνιά αυτού του πλανήτη.

«Τον αγαπούσε. Αγαπιόντουσαν. Ηταν φίλοι» γράφει η Ελεν Γκάρνερ και, πράγματι, στην αρχή του βιβλίου αναρωτιόμαστε τι θα μπορούσε να στραβώσει, τι θα μπορούσε να κλονίσει την αξιοθαύμαστη αρμονία του ζεύγους. Οχι, δεν έσμιξαν από κάποιον παράφορο έρωτα. Δεν πιστεύουν σε κάτι τέτοια. Δεν είναι τέτοιοι άνθρωποι και, κατά τα φαινόμενα, έχουν αποδεχτεί τη συγκεκριμένη εξέλιξη και έχουν μάθει να ικανοποιούνται μες στη ροή των πραγμάτων.

Η σχέση τους είναι νοικοκυρεμένη και ήπια, διακρίνεται για τον γήινο ρεαλισμό της, τον χαλαρό ορθολογισμό της. Η Αθίνα και ο Ντέξτερ, λάτρεις της κλασικής μουσικής, διατηρούν ένα πιάνο στην κουζίνα τους. Εκείνη προσπαθεί, παίζει κιόλας. Εκείνος προτιμά να την ακούει. «Το πιάνο είναι τόσο μοναχικό όργανο, σκέφτηκε: είσαι πάντοτε μόνος σου με την πλάτη γυρισμένη στον κόσμο».

Εν πάση περιπτώσει, το σπιτικό τους στην οδό Μπάνκερ είναι συμβατικό, μικροαστικό. Το σπιτικό τους, πάντως, αναδίδει ζεστασιά και υπομονή. Μολονότι δεν είναι όλες τις ώρες γαλήνιο. Ανατρέφουν δύο αγόρια, τον Αρθουρ και τον Μπίλι (αυτός ο γιος είναι διαφορετικός ή «απλώς λίγο αλλού», όπως λέει ο αδελφός του).

Στο σύντομο μυθιστόρημα Ο Μπαχ για παιδιά (The Children’s Bach, 1984) η συγγραφέας ποτέ δεν προσδιορίζει τι ακριβώς έχει ο «απείθαρχος» Μπίλι, καθίσταται όμως γρήγορα σαφές, από τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις του, ότι πάσχει από ένα είδος σοβαρού αυτισμού (μεταξύ άλλων, πότε στριγκλίζει με κοφτές, διαπεραστικές κραυγές, πότε δαγκώνεται και τραυματίζει τον ίδιο του τον εαυτό).

Αυτή είναι η καθημερινότητα της οικογένειας Φοξ, με τις απλές και τις γλυκές και τις δύσκολες στιγμές της. Μια ομάδα που συνεχίζει και δεν το κάνει θέμα, που δεν οικτίρει τη μοίρα της, μια ομάδα φροντιστική και θαρραλέα που έχει προσαρμοστεί στην ιδιαιτερότητα του Μπίλι (από τις πλέον συγκινητικές σκηνές της αφήγησης είναι ο τρόπος με τον οποίο ο πατέρας αγκαλιάζει τον ανεξέλεγκτο γιο του, σφιχτά και επίμονα, φτιάχνοντας με το σώμα του ένα προστατευτικό κουκούλι προκειμένου να τον ηρεμήσει).

Helen Garner, Ο Μπαχ για παιδιά, Μετάφραση Ελένη Ηλιοπούλου. Εκδόσεις Gutenberg, 2024, σελ. 160, τιμή 12 ευρώ

Ο Ντέξτερ, «ο αμέριμνος αισιόδοξος», είναι καλός. Η Αθίνα, η οποία ανήκει στο «είδος της γυναίκας που δεν έλεγε ποτέ αυτό που σκεφτόταν», είναι επίσης καλή. Τέλος πάντων, και καλοί να μην είναι, άβυσσος τα ανθρώπινα, είναι σίγουρα άκακοι. Δεν μπλέκονται, δεν πηγαίνουν γυρεύοντας, κανέναν δεν ενοχλούν, απλώς ζουν (όσο ρομαντικό ή σκανδαλώδες κι αν φαντάζει σε ορισμένους αυτό). Τούτων δοθέντων, δεδομένων των συνθηκών, ας εντείνουμε την προσοχή μας, τι είναι δυνατόν να τους συμβεί;

Το παρελθόν και η ρωγμή

Η 82χρονη Ελεν Γκάρνερ, διακεκριμένη και σεβαστή στην πατρίδα της, την Αυστραλία, από τις κορυφαίες αγγλόφωνες πεζογράφους της εποχής μας εν γένει, σπεύδει να μας δώσει μια σύνθετη και καθηλωτική απάντηση με ένα μικρό αλλά καταπληκτικό βιβλίο που συγκαταλέγεται στα πρώτα της έργα.

Μια εντελώς τυχαία συνάντηση στο αεροδρόμιο, ανάμεσα στον Ντέξτερ και την Ελίζαμπεθ (μια παλιά φίλη από την περίοδο των σπουδών τους, κλεπτομανής, φεμινίστρια, συγκρουσιακή, ασυμβίβαστη, η οποία δεν σταματά να κινείται μες στις δυναμικές αντιφάσεις της ελευθερίας που έχει επιλέξει) έρχεται και ανοίγει μια ρωγμή που δοκιμάζει την οικογενειακή δομή των Φοξ.

Από το σπίτι του Ντέξτερ και της Αθίνα περνούν η νεαρή Βίκι (η μικρότερη αδελφή της Ελίζαμπεθ, η οποία ήδη αναζητά παθιασμένα την ταυτότητά της), ο Φίλιπ (ένας κουλ τύπος, κιθαρίστας, σύντροφος της Ελίζαμπεθ αλλά όχι αποκλειστικός, αντιλαμβάνεστε) και η Πόπι (η τετραπέρατη κόρη του Φίλιπ, μαθήτρια και μανιώδης αναγνώστρια).

Κρίνουμε σκόπιμο (και λόγω της έκτασης του κειμένου) να μην αποκαλύψουμε πολλά στοιχεία της πλοκής του, αρκεί μονάχα να γνωρίζετε ότι εδώ προκύπτει ένα σεξουαλικό κουβάρι που περιλαμβάνει κάμποσους από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος, άντρες και γυναίκες, ιδίως αυτούς που υποψιαζόμαστε λιγότερο.

«Αυτή ήταν η σύγχρονη ζωή, αυτή η ισοπέδωση, αυτή η κοινή λογική, αυτό το σιωπηλό μία σου και μία μου. Αυτό έκαναν οι άνθρωποι. Δεν του άρεσε. Το μισούσε. Ωστόσο τώρα είχε μπει σ’ αυτό το ηθικό σύμπαν και δεν μπορούσε να ξαναβγεί» διαβάζουμε για τον Ντέξτερ.

«Στο σπίτι ήμουν μισοπεθαμένη» αποκρίνεται η Αθίνα στον κλαμένο σύζυγό της, όταν πλέον κορυφώνεται στο βιβλίο η μεγαλύτερη κρίση, την οποία η απρόβλεπτη Γκάρνερ έχει εν τω μεταξύ ξεδιπλώσει και κλιμακώσει με τρομερή, αυθεντική επιδεξιότητα.

Υφος ακριβές και ατόφιο, προτάσεις γυαλισμένες που δεν χαρίζονται και φτάνουν στο στυφό μεδούλι των διαπροσωπικών δεσμών. Χαιρετίζουμε την έλευση της σημαντικότατης Ελεν Γκάρνερ στα ελληνικά, με τη γλωσσική διαμεσολάβηση της Ελένης Ηλιοπούλου, και ευελπιστούμε ότι θα μεταφραστούν περισσότερα έργα της.