Μια καμιονέτα, σχεδόν χωρίς να ακούγεται, λες και ο οδηγός είχε σβήσει τη μηχανή, πλησιάζει αργά προς τον στόχο. Δύο σικάριος, δύο πληρωμένοι δολοφόνοι δηλαδή, με τα πρόσωπα καλυμμένα, κρυμμένοι κάτω από τον μουσαμά στην καρότσα του οχήματος, ξαφνικά σηκώνονται, σημαδεύουν και πυροβολούν, εκτελώντας εν ψυχρώ τον «Χρυσό Γάτο». Αυτός ήταν ο άνθρωπος που θα βοηθούσε τον επιθεωρητή Μοράλες και τον συνεργάτη του, τον «Ράμπο», να περάσουν κρυφά τα σύνορα και να επιστρέψουν στη Νικαράγουα από τη γειτονική Ονδούρα, όπου είχαν οδηγηθεί σιδεροδέσμιοι, μετά την απόφαση του Αναστάσιο Πράδο, του διαβόητου «Τονγκολέλε», του αρχηγού των Μυστικών Υπηρεσιών του κράτους, να τους συλλάβει και να τους εκδιώξει.
Εντάξει, ο ίδιος, «ένα ουσιώδες αλλά αθόρυβο γρανάζι του εξουσιαστικού μηχανισμού», έκανε ό,τι ακριβώς του είχε ανατεθεί, από έναν εκατομμυριούχο ωστόσο, έναντι μιας διόλου ευκαταφρόνητης αμοιβής. Ο επιθεωρητής Μοράλες ενοχλούσε, σκάλιζε μια υπόθεση και για αυτό έπρεπε, αλίμονο, να βγει από τη μέση. Ομως τα πράγματα έχουν πλέον αρχίσει να περιπλέκονται πιο πολύ. Ποιοι γάζωσαν με σφαίρες τον «Χρυσό Γάτο»; Για την ακρίβεια, ποιος έδωσε αυτή την εντολή; Η απάντηση δεν σχετίζεται μόνο με τη διαλεύκανση αυτού του εγκλήματος, διότι, εν προκειμένω, το έγκλημα που διερευνάται είναι ευρύτερο και πολυδιάστατο, πολιτικό και κοινωνικό, αφορά τη μοίρα μιας ολόκληρης χώρας.
Πάντως, κάπως έτσι ξεκινά το μυθιστόρημα του Σέρχιο Ραμίρες υπό τον τίτλο Ο Τονγκολέλε δεν ήξερε να χορεύει (Tongolele no sabía bailar, 2021), το πρώτο αυτού του σημαντικότατου συγγραφέα της Λατινικής Αμερικής που μεταφράζεται στα ελληνικά. Το συγκεκριμένο βιβλίο γράφτηκε στον απόηχο μιας λαϊκής εξέγερσης στη Νικαράγουα το 2018, η οποία κατεστάλη βίαια, αιματηρά και θανατηφόρα από το δικτατορικό καθεστώς του Ντανιέλ Ορτέγα. Λίγο προτού έλθει στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του 15ου Ιβηροαμερικανικού Φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία Εν Αθήναις), ο 81χρονος πολυβραβευμένος νικαραγουανός συγγραφέας συνομίλησε τις προάλλες αποκλειστικά με «Το Βήμα».
Γνωρίζω ότι με το βιβλίο σας «Ο Τονγκολέλε δεν ήξερε να χορεύει» ολοκληρώσατε μια μυθιστορηματική τριλογία. Σε αδρές γραμμές, πώς θα μας την περιγράφατε;
«Ο κεντρικός ήρωας της τριλογίας είναι ο επιθεωρητής Ντολόρες Μοράλες, ένας παλιός μαχητής του αντάρτικου εναντίον του δικτάτορα Σομόσα, ο οποίος ανατράπηκε το 1979 από το ΜΕΑΣ [Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης των Σαντινίστας]. Μετά τη νικηφόρο, θριαμβική επανάσταση ο Μοράλες εντάχτηκε στην κατοπινή Εθνική Αστυνομία και, ύστερα, τοποθετήθηκε στο Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών. Αργότερα αποπέμφθηκε, γιατί είναι αυτός που είναι, και άνοιξε ένα μικρό, ταπεινό γραφείο ιδιωτικών ερευνών στη Μανάγουα. Μέσα από τη δική του πορεία στη ζωή παρακολουθούμε διαφορετικές περιόδους στη σύγχρονη ιστορία της Νικαράγουας, από την επαναστατική διακυβέρνηση κατά τη δεκαετία του ’80 ως την εκλογική ήττα των Σαντινίστας, την ηθική πανωλεθρία της επανάστασης και, εν τέλει, τη δικτατορία που εγκαθίδρυσε ο Ντανιέλ Ορτέγα και η σύζυγός του Ροσάριο Μουρίγιο. Ο Μοράλες, ο ήρωάς μου, είναι ένας κριτικός μάρτυρας της αποσύνθεσης των ιδανικών, της δημαγωγίας και της διαφθοράς. Eχει μια ειρωνική ματιά πάνω στα πράγματα, επιστρατεύει το μαύρο χιούμορ για να τα αντέξει. Και ο ίδιος και ο «λόρδος Ντίξον», ένας παλιότερος συνάδελφός του, σύντροφος στις περιπέτειες του. Αυτός σκοτώθηκε πρόωρα σε μια ενέδρα που είχαν στήσει οι βαρόνοι των καρτέλ ναρκωτικών, αλλά εξακολουθεί να συντρέχει τον Μοράλες από «τον άλλο κόσμο», κάπως μεταφυσικά, πάντοτε καυστικός και υποστηρικτικός, εξωθώντας τον στη δράση όποτε εκείνος διστάζει».
Γιατί επιλέξατε τη «novela negra», το είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος δηλαδή, για αυτή την τριλογία;
«Η τριλογία μου διαδραματίζεται σε ένα δεδομένο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον. Ο επιθεωρητής Μοράλες διατρέχει την ίδια τη σύγχρονη ιστορία της Νικαράγουας. Προσωπικά, είμαι επιφυλακτικός απέναντι στο «πολιτικό μυθιστόρημα», με τη στενή έννοια του όρου, επειδή ενέχει τον κίνδυνο να ξεστρατίσει κανείς με την «πολιτικολογία» και να απομακρυνθεί από τη λογοτεχνία. Πλην όμως, το είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος μου πρόσφερε μια χρήσιμη οπτική γωνία για την ανάπτυξη αυτών των αφηγήσεων, θα έλεγα ότι με προστάτευσε κάπως από την υπερ-πολιτικοποίησή τους. Από την άλλη μεριά, το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι εκ των πραγμάτων πολιτικό είδος στη Λατινική Αμερική, ακριβώς επειδή αποτυπώνει μια μολυσμένη πραγματικότητα. Το κράτος δικαίου δεν κατισχύει, οι δικαστές δεν είναι ανεξάρτητοι, οι αστυνομικές αρχές κινούνται σε μια γκρίζα, σκιώδη ζώνη, μεταξύ καλού και κακού. Θέλω να πω, το φυσικό στη Λατινική Αμερική είναι να μην εφαρμόζεται ο νόμος, το να εφαρμόζεται είναι το αφύσικο!».
Αυτό, το τρίτο βιβλίο, έχω την αίσθηση ότι αποδείχθηκε και το πιο απαιτητικό του εγχειρήματος. Είναι έτσι;
«Oταν έγραφα το «O Τονγκολέλε δεν ήξερε να χορεύει» αντιμετώπισα ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες, επειδή δεν είχα μόνο την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της Νικαράγουας ως υπόβαθρο αλλά, επίσης, τις εξελίξεις της επίπονης επικαιρότητάς της μπροστά στα μάτια μου. Κλήθηκα να γράψω εν θερμώ για γεγονότα νωπά, για μια κατάσταση που είχε μόλις ξεσπάσει. Υπό αυτή την έννοια, το μυθιστόρημα αποτελεί και ένα χρονικό αυτών των γεγονότων, όπως όμως αυτά οφείλουν να περάσουν μέσα σε μια αστυνομική μυθοπλασία. Ασφαλώς, ενσωματώθηκαν αυτά τα γεγονότα στην αφήγηση, για να αποδοκιμαστούν, να καταδικαστούν. Το 2018 η δικτατορία του Ορτέγα προχώρησε σε μια κτηνώδη καταστολή, κατέπνιξε τις λαϊκές διαμαρτυρίες, στις οποίες πρωτοστάτησε η νεολαία, αφήνοντας πίσω περισσότερους από τετρακόσιους νεκρούς, εκατοντάδες τραυματίες και φυλακισμένους και χιλιάδες εξόριστους. Λοιπόν, το καθεστώς «διάβασε» έτσι και το βιβλίο μου, ως μια διαμαρτυρία εναντίον του. Αρχικά απαγόρευσε την κυκλοφορία του στη χώρα και μετά διέταξε τη σύλληψή μου, κατηγορώντας με για εθνική προδοσία, μεταξύ άλλων. Αυτό με εξανάγκασε να φύγω και να ζήσω στην εξορία. Τα τελευταία δύο χρόνια είμαι στη Μαδρίτη. Μάλιστα, τον Φεβρουάριο του 2023, το καθεστώς μού στέρησε την ιθαγένεια».
Ο ίδιος ο Τονγκολέλε λειτουργεί σαν ένας κρίσιμος κόμβος μέσα στο βιβλίο. Θα λέγατε ότι αποτελεί και τον πυρήνα του;
«Με ενδιέφερε να εξεικονίσω τους μηχανισμούς τους εξουσίας, τις ίντριγκες, τη διαφθορά, ό,τι συμβαίνει σε κάθε δικτατορικό καθεστώς. Και η μορφή του Αναστάσιο Πράδο, του Τονγκολέλε, του επικεφαλής των Μυστικών Υπηρεσιών, μετατρέπεται σε ιδανικό όχημα για να εξηγήσει κανείς ποικίλες διαδρομές. Είναι παντοδύναμος και αδίστακτος ο Τονγκολέλε. Αλλά την ίδια στιγμή είναι και θύμα μιας συνωμοσίας χωρίς καν να το συνειδητοποιεί. Συνεπώς, καταλήγει και αυτός να είναι ένας τραγικός ήρωας. Αυτός και η μητέρα του, ασφαλώς, η προφεσόρα Σοράιδα, το μέντιουμ, η μυστικοσύμβουλος της πρώτης κυρίας της χώρας».
Eχει απομείνει κάτι από την επανάσταση των Σαντινίστας, κ. Ραμίρες;
«Η επανάσταση των Σαντινίστας αναδύθηκε σε μια εποχή κατά την οποία ο νεανικός ιδεαλισμός κυριαρχούσε στον κόσμο. Τότε πιστεύαμε ότι η αδικία, η ανισότητα, η καταπίεση θα μπορούσαν να εξαλειφθούν μόνο με την ένοπλη δράση και πάλη. Ανατρέψαμε τον Σομόσα και πιστέψαμε ότι είχε έλθει ο καιρός της εξιλέωσης, να ξαναχτίσουμε τα πάντα από την αρχή. Ηταν ένα πολύ ρομαντικό όραμα αυτό. Προσκρούσαμε όχι μόνο πάνω στη σκληρή πραγματικότητα αλλά και στις ιδεολογικές μας προκαταλήψεις. Κανείς δεν είχε δίκιο, παρά μόνο εμείς! Ωστόσο, η αντεπανάσταση επικράτησε, ένας νέος εμφύλιος σπάραξε τη χώρα, η Νικαράγουα καταστράφηκε. Και τα όνειρα καταστράφηκαν επίσης. Τίποτε δεν απέμεινε από όλα αυτά, παρά μονάχα μια καινούργια δικτατορία, η σημερινή».
Αναφερθήκατε προηγουμένως και στην ηθική διάσταση της επανάστασης. Δηλαδή;
«Κοιτάξτε, η πολιτική δύναμη μιας επανάστασης υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είναι μια ηθική δύναμη. Oταν χάνεται κάθε ενδοιασμός, κάθε αναστολή, τότε η δίψα και η φιλοδοξία για την εξουσία δεν έχουν όρια, δεν σταματούν πουθενά. Η απώλεια της ηθικής είναι πάντοτε δυσοίωνη εξέλιξη, επειδή καταπίνει κάθε ευγενή ιδέα, κάθε ρομαντική αύρα σε μια διαδικασία, σε μια κατάσταση. Το ξαναλέω, τίποτα δεν επιβιώνει από εκείνη την επανάσταση των Σαντινίστας. Και η σημερινή δικτατορία της Νικαράγουας δεν είναι παρά μια άξεστη καρικατούρα εκείνων των ιδανικών».
«Με ενδιαφέρουν οι επιπτώσεις της δικτατορίας»
Με αφορμή το βιβλίο σας, σκέφτομαι πόσα μυθιστορήματα με δικτάτορες, προερχόμενα από τη Λατινική Αμερική, έχω διαβάσει. Ολόκληρη παράδοση υπάρχει…
«Εμένα, πάντως, δεν με ενδιαφέρει η μορφή του δικτάτορα καθαυτή. Εξάλλου, έχουν γραφτεί ήδη πολλά για τον δικτάτορα πατέρα-πατριάρχη, τον οποίο περιβάλλει μια σουρεαλιστική ατμόσφαιρα. Εμένα με ενδιαφέρουν οι συνέπειες που χαράζει μια δικτατορία πάνω στο σώμα μιας κοινωνίας. Ο φόβος, η δειλία, o εξευτελισμός, η δουλικότητα, όλα όσα υποβιβάζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και το απολυταρχικό, αποπνικτικό κλίμα που κατασκευάζει η προπαγάνδα μιας δικτατορίας. Τα λεγόμενα “Δέντρα της Ζωής”, αυτά τα γιγαντιαία μεταλλικά δέντρα που “φυτεύτηκαν” παντού στη Νικαράγουα, στους δρόμους και στις πλατείες της, δεν αντανακλούν κάποιον μαγικό ρεαλισμό αλλά έναν απολύτως τραγικό ρεαλισμό».
Παρ’ όλα αυτά, αισιοδοξείτε καθόλου;
«Oπως συμβαίνει και σε άλλες περιοχές του πλανήτη, έτσι και στη Λατινική Αμερική διεξάγεται μια σύγκρουση ανάμεσα στη δημοκρατία και τον αυταρχισμό. Ο αυταρχικός λαϊκισμός συνιστά απειλή για όλους μας. Και πρέπει να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας με τα όπλα της δημοκρατίας. Από την άλλη μεριά, δικτατορίες όπως αυτή του Ορτέγα είναι τόσο απαρχαιωμένες, τόσο ξεπερασμένες πια, δεν έχουν κανέναν λόγο ύπαρξης. Η ρητορική τους είναι κενή, ανήκουν στο παρελθόν, και εκεί θα πάνε, αργά ή γρήγορα».
Trivia
Ο Σέρχιο Ραμίρες έλαβε ενεργά μέρος στην αντίσταση εναντίον του δικτάτορα Σομόσα, συμπορευόμενος με τους Σαντινίστας. Το 1984 εξελέγη αντιπρόεδρος της Νικαράγουας, δίπλα στον τότε πρόεδρο Ντανιέλ Ορτέγα. Το 2017 του απονεμήθηκε το Βραβείο Θερβάντες (2017), το λεγόμενο και «Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας του ισπανόφωνου κόσμου».
Αναμνήσεις από την Ελλάδα
Ο Σέρχιο Ραμίρες, όπως είπε στο «Βήμα», έχει έρθει στην Ελλάδα άλλη μία φορά κατά το παρελθόν. «Στη δεκαετία του 1980, όταν επισκέφθηκα τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, στο πλαίσιο μιας επίσημης κρατικής αποστολής. Ηταν ένα τριήμερο. Μια Κυριακή περιπλανήθηκα στην Πελοπόννησο. Επισκέφθηκα επίσης τον Μίκη Θεοδωράκη στο διαμέρισμά του, από όπου μπορούσα να δω τον Παρθενώνα, στην Ακρόπολη. Αυτά θυμάμαι από τότε. Εξυπακούεται, ωστόσο, πως όποτε διαβάζω ή ακούω τη λέξη “Ελλάδα”, το μυαλό μου πηγαίνει κατευθείαν στον Ομηρο και στα έπη του».
Στο μυθιστόρημα Ο Τονγκολέλε δεν ήξερε να χορεύει, εντοπίζουμε συμβολικές αναφορές στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη, στον Σαίξπηρ και στην Καινή Διαθήκη. «Ολες οι αναφορές έχουν να κάνουν με την εξουσία. Δεν υπάρχει καλύτερη διερεύνηση της εξουσίας από εκείνη που διαβάζουμε στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. Κάτι ανάλογο επαναλαμβάνεται και στον Σαίξπηρ, κατεξοχήν στον “Μακμπέθ” και στον “Βασιλιά Ληρ”. H εξουσία ως δολοφονικό ένστικτο, η εξουσία που δεν διστάζει ακόμη και μπροστά στην πιο αδιανόητη βαρβαρότητα. Είναι το Τέρας, για το οποίο μιλά και η “Αποκάλυψη” του Ιωάννη. Ορισμένα κείμενα, όπως αυτά, τα διαβάζω ξανά και ξανά».
Στο τέλος, ο Σέρχιο Ραμίρες εστίασε στη λογοτεχνία. «Για εμένα είναι τρόπος ζωής, η καθημερινή μου ανάγκη, ένας λόγος που υπάρχω. Ο κόσμος της λογοτεχνίας υπάρχει επειδή ακριβώς η αφήγηση ιστοριών είναι μια ανθρώπινη ανάγκη. Οι ίδιες μας οι ζωές είναι σε μεγάλο βαθμό οι ιστορίες που λέμε εμείς στους εαυτούς μας και οι ιστορίες που οι άλλοι λένε για εμάς. Για αυτό εξακολουθούμε να διαβάζουμε βιβλία, ιδίως μυθιστορήματα. Αν το καλοσκεφτείτε, δεν υπάρχει πιο θαυμαστό θαύμα από την ανάγνωση».