«Μέσα στις χιλιάδες κυψέλες του, ο χώρος κρατά συμπυκνωμένο τον χρόνο. Το ημερολόγιο της ζωής μας δεν μπορεί να συνταχτεί παρά από τις εικόνες του… Οι αναμνήσεις παραμένουν αμετακίνητες, και είναι τόσο πιο στέρεες όσο περισσότερο έχουν ριζώσει μέσα στον χώρο…» γράφει ο Γκαστόν Μπασλάρ στην Ποιητική του χώρου.

Με τον ίδιο τρόπο η συλλογική – πολιτισμική μνήμη ριζώνει στον χώρο, που γίνεται βιωμένος τόπος, ένας τόπος γεμάτος νοήματα. Τι συμβαίνει, όμως, όταν ο τόπος «χάνεται» μαζί με τις τελετουργίες, τα νοήματα και τις επιτελέσεις που στις προνεωτερικές κοινωνίες συνέβαλαν στη διατήρηση της πολιτισμικής μνήμης και της κοινωνικής συνοχής; Το θέμα αυτό απασχολεί τον Πολ Κόνερτον στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Μνήμη και λήθη στη νεωτερικότητα και την ύστερη νεωτερικότητα (εκδ. Gutenberg).

Ο Πολ Κόνερτον

Η μνήμη-έξη είναι μια ενσώματη μνήμη που σχετίζεται με τα ήθη και τη συλλογική εμπειρία του τόπου και των τελετουργικών που λαμβάνουν χώρα σε αυτόν, γράφει ο Κόνερτον. Οι εικόνες του παρελθόντος μεταβιβάζονται και διατηρούνται μέσω τελετουργικών επιτελέσεων, δηλαδή τυποποιημένων, επαναλαμβανόμενων πράξεων με περιορισμένο λεξιλόγιο σε συγκεκριμένους τόπους. Οι τελετουργίες αυτές είναι κρίσιμης σημασίας καθώς, ως αναμνηστήριες τελετές και σωματικές πρακτικές, επαναφέρουν εικόνες και νοήματα που τα «κρατά» το σώμα και διαποτίζουν και την καθημερινή συμπεριφορά. (Δεν είναι τυχαίο που χρησιμοποιούνται σχεδόν πάντα μαζί οι λέξεις «ήθη και έθιμα».)

Oμως η νεωτερικότητα αρνείται την εορταζόμενη επανάληψη γιατί ουσία της είναι η οικονομική ανάπτυξη, η συσσώρευση του κεφαλαίου, η αδιάκοπη προσφορά του καινοτόμου στη θέση του παλιού. «Oλα κατασκευάζονται σήμερα για να αποσυναρμολογηθούν αύριο, για να αντικατασταθούν ή να ανακυκλωθούν…» σημειώνει ο Κόνερτον.

O τόπος – πραγματικός ή φανταστικός – λειτουργεί ως ένα πλέγμα μέσα στο οποίο τοποθετούνται οι εικόνες εκείνων που θέλουμε να θυμόμαστε και ο χρόνος «καταγράφεται» σε αυτόν που γίνεται «προέκταση» του σώματος. Στη νεωτερικότητα τα πράγματα αλλάζουν: Οι υπεράνθρωπες ταχύτητες, οι τεράστιες πόλεις χωρίς κέντρο και περίμετρο στις οποίες κανείς δεν μπορεί να περπατήσει, ο αποκομμένος από την εργασιακή διαδικασία καταναλωτισμός, η μικρή διάρκεια ζωής της αστικής αρχιτεκτονικής είναι διαδικασίες που διαχωρίζουν την κοινωνική ζωή από την τοπικότητα και από τις ανθρώπινες διαστάσεις.


Paul Connerton, Μνήμη και λήθη στη νεωτερικότητα και την ύστερη νεωτερικότητα Mετάφραση: Δημήτρης Πολέμης, επιστημονική επιμέλεια: Γιώργος Αγγελόπουλος – Γιάννης Γιαννιτσιώτης, Εκδόσεις Gutenberg, 2024, Σελ. 313, τιμή 17 ευρώ

Οι εικόνες εναλλάσσονται συνεχώς, η φυσική αίσθηση του χώρου αποσυντίθεται και λησμονείται η εμπειρία τού να ζει και να εργάζεται κανείς σε έναν κόσμο κοινωνικών σχέσεων βασισμένων σε κοινές μνήμες. Στη διαδικασία της πολιτισμικής λήθης εμπλέκεται και η αίσθηση του χρόνου, τονίζει ο Κόνερτον, καθώς στον πληροφοριακό καπιταλισμό οι πληροφορίες έχουν μονάδα χρόνου νανοδευτερόλεπτα και εξορίζονται γρήγορα στη λήθη, ενώ η ταχεία αλληλουχία μικρογεγονότων καθιστά ολοένα και δυσκολότερη τη σύλληψη ακόμη και του πρόσφατου παρελθόντος.

Η επαναλαμβανόμενη σκόπιμη καταστροφή του δομημένου περιβάλλοντος, συμπεραίνει ο συγγραφέας, συνιστά μια επίθεση στο ανθρώπινο σώμα που απαιτεί σημεία στον χώρο και στον χρόνο για τη δράση του. Χαρακτηριστική είναι η φράση «δεν το πιάνω» (δεν το καταλαβαίνω) που, όπως σημειώνει ο ίδιος, φανερώνει την ανάγκη του σώματος να αγγίζει το περιβάλλον.

Ο Κόνερτον με πολλά παραδείγματα καταδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους σήμερα δημιουργείται μια διάχυτη αλλά καθολική και ισχυρή πολιτισμική αμνησία που επιδρά αρνητικά στη ζωή μας. Και αυτό καθιστά το βιβλίο του ιδιαίτερα σημαντικό.

Η κυρία Αννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.