Η δυσφορία των εκλογικών σωμάτων έναντι των παραδοσιακών πολιτικών ελίτ έχει ήδη μια δεκαετία πίσω της. Αντισυστημικά κόμματα και λαϊκιστές ηγέτες αναδύθηκαν στον απόηχο της οικονομικής κρίσης και οι ποικίλοι εκλογικοί κύκλοι που έχουν διαγραφεί έκτοτε κατέρριψαν την αρχική θεώρησή τους ως παροδικού φαινομένου ευθέως συνδεδεμένου με την ύφεση. Σύμπτωμα βαθύτερων αιτίων, η λαϊκιστική εξέγερση απαιτεί την εισαγωγή επιπλέον ερμηνευτικών παραμέτρων για την εξήγηση των πολιτικών ανακατατάξεων της δυτικής κοινωνίας. Μετά τον Τομά Πικετί, ο οποίος στο πρόσφατο Κεφάλαιο και ιδεολογία (εκδ. Πατάκη) συνέδεσε τη σύγχρονη κατακόρυφη άνοδο της ανισότητας με τις ιδεολογικές ζυμώσεις του τέλους του 20ού αιώνα, ο καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Μάικλ Τζ. Σαντέλ, ο «επιφανέστερος επικριτής της ορθοδοξίας της ελεύθερης αγοράς», κατά τον «Guardian», εντοπίζει τα αίτια της διάχυτης malaise στο πολιτισμικό και στο ηθικό πεδίο. Η τυραννία της αξίας (εκδ. Πόλις) υποδεικνύει ως θεμελιώδες πρόβλημα την αποδοχή του μηχανισμού των αγορών ως πρωταρχικού εργαλείου διασφάλισης του κοινού καλού και επιμερίζει την ευθύνη της πολιτικής τάξης στην υιοθέτηση μιας τεχνοκρατικής πρόσληψης της πολιτικής και την εγκαθίδρυση της αξιοκρατίας ως πανάκειας.
Η δυσαρέσκεια έχει ισοβαρή οικονομική, πολιτισμική και ηθική χροιά, σημειώνει ο Μάικλ Σαντέλ. Την εργατική τάξη διακρίνει η ανασφάλεια λόγω της ταχείας απορρύθμισης που επιφέρουν η τεχνολογία και η παγκοσμιοποίηση, εξίσου όμως σημαντικό για την ανατοποθέτησή της στα δεξιά του πολιτικού άξονα είναι το «πληγωμένο κοινωνικό κύρος». «Η αναταραχή της οποίας γινόμαστε μάρτυρες συνιστά μια πολιτική απάντηση σε μια πολιτική αποτυχία ιστορικών διαστάσεων» – αυτήν του πολιτικού φιλελευθερισμού. Τα τελευταία 40 χρόνια «έχοντας απομακρυνθεί από την παραδοσιακή του αποστολή, να δαμάζει τον καπιταλισμό και να υποβάλλει την οικονομική εξουσία σε δημοκρατικό έλεγχο, […] έχασε την ικανότητά του να εμπνέει». Ο ενστερνισμός των αγορών και της τεχνοκρατικής ρητορικής από την προοδευτική παράταξη περιόρισε τον δημόσιο διάλογο σε διαχειριστικά ζητήματα επιτείνοντας την αίσθηση του κοινού ότι η πραγματική συζήτηση γίνεται σε επίπεδο διοικητικών υπηρεσιών, τραπεζών ή επιχειρηματικών συμβουλίων στα οποία δεν έχει πρόσβαση.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.