σύζυγος της ΓιόνγκΧιε περιγράφει τον έγγαμο βίο μαζί της, μια ζωή ομαλή, τακτοποιημένη, μονότονη, μια ζωή που έμοιαζε παντελώς ανεπηρέαστη από μεγάλες συγκινήσεις ή σοβαρές ανατροπές. «Μέχρι τη στιγμή που είδα τη γυναίκα μου εκείνο το ξημέρωμα τον περασμένο Φεβρουάριο να στέκεται στην κουζίνα με το νυχτικό, δεν είχα φανταστεί ποτέ μου ότι η ζωή μας θα άλλαζε στο παραμικρό» εξομολογείται στην αρχή του μυθιστορήματος Η χορτοφάγος της Χαν Γκανγκ. Η γυναίκα του στεκόταν εκεί ακούνητη, αμίλητη και δυσοίωνη, σαν ένα φάντασμα που απέπνεε μιαν ανατριχιαστική ψύχρα. Το μόνο που κατάφερε να της αποσπάσει ήταν τρεις λέξεις. «Είδα ένα όνειρο». Αυτό είπε μονάχα εκείνη με την ατάραχη φωνή της. Το όνειρο, προφανώς, ήταν εφιαλτικό. Με το κρίσιμο αυτό περιστατικό, που σηματοδοτεί την εκκίνηση μιας διαδικασίας η οποία έχει όλα τα χαρακτηριστικά της υπαρξιακής μεταμόρφωσης, ξεκινά η ιστορία της νοτιοκορεάτισσας συγγραφέως που έχει τιμηθεί με το Διεθνές Βραβείο Booker. Κυκλοφόρησε εν μέσω της πρόσφατης καραντίνας και στα ελληνικά, μεταφρασμένο απευθείας από την κορεατική γλώσσα. Η κεντρική ηρωίδα, λοιπόν, αποφασίζει να μην ξαναφάει κρέας, ούτε παράγωγά του. Επιπλέον η ΓιόνγκΧιε σιωπά, αρνείται να δώσει εξηγήσεις για μια επιλογή την οποία η οικογένειά της θεωρεί από παράξενη μέχρι ακατανόητη. Μάλιστα, από ένα σημείο και μετά η ίδια επιθυμεί να ζήσει όπως τα φυτά. Πάντως το πολιτισμικό υπόβαθρο εδώ είναι δεδομένο και τέτοιες «παρεκκλίσεις» προκαλούν έντονες αντιδράσεις. Ετούτη η αλλόκοτη και αλληγορική αφήγηση δομείται σε τρία αλληλένδετα μέρη που συνθέτουν εν τέλει ένα βιβλίο υποβλητικό. Βία και αισθησιασμός, ελευθερία και καταπίεση, δοσμένα με τρόπο απρόβλεπτο, απέριττο, ποιητικό, βαθύ. Μια εκλεκτή πένα της Απω Ανατολής.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος