Το αίτημα της διαφάνειας προβλήθηκε από τα τέλη του 20ού αιώνα ως αναγκαία συνθήκη που θα διασφάλιζε την ηθική ποιότητα της πολιτικής – τη διάστιξη μεταξύ κυβέρνησης και κράτους, κομμάτων και πατρωνίας, νομοθετικής εξουσίας και οικονομικών συμφερόντων. Κατά βάση εκφράστηκε με τη θέσπιση αδιάβλητων διαδικασιών ως προς τη χρήση του δημοσίου χρήματος και την πλήρωση κρατικών θέσεων με ελεύθερη για τον καθένα πρόσβαση στα στοιχεία τους. Παράλληλα με την επικράτηση της διευρυμένης αυτής μορφής δημοκρατικής λογοδοσίας που καθιστά διαφανέστερη τη δημόσια σφαίρα εξελίσσεται στις αρχές του 21ου αιώνα η υποχώρηση της ιδιωτικότητας που καθιστά ευκρινή την ιδιωτική ζωή: ο καθείς αποκαλύπτεται στα κοινωνικά μέσα εκχωρώντας αυθεντικά κομμάτια του εαυτού του – ή εικόνες προς φιλοτέχνηση ενός ιδεατού εγώ. Παρά τη μακρόχρονη καταγωγή της από τον «κρυστάλλινο εαυτό» του Ζαν-Ζακ Ρουσό, όμως, η διαφάνεια δεν λογιζόταν πάντοτε ως αγαθό, επισημαίνει ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης Στέφανος Ν. Γερουλάνος. Η μεταπολεμική γαλλική σκέψη της δεκαετίας του ’60, για παράδειγμα, την έβλεπε ως «ψευδαίσθηση» ασκώντας δριμεία κριτική σε διάφορες εκφάνσεις της. Τη διανοητική ιστορία της περιόδου αυτής με άξονα την πραγμάτευση της συγκεκριμένης έννοιας εκθέτει στο βιβλίο Η διαφάνεια και οι κριτές της (εκδ. Πόλις).
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος