«Εχουμε τρομερές ζέστες και μεγάλη λειψυδρία. Από τις δώδεκα το μεσημέρι μέχρι τις τρεις περίπου, είναι εξαιρετικά οδυνηρό να κάθεται κανείς μπροστά στο σχεδιαστήριο, και μόνο η αίσθηση του χρέους διώχνει την αποχαύνωση και τη νύστα». Στα 145 χρόνια που μεσολάβησαν από τότε που ο σάξονας αρχιτέκτονας Ερνστ Τσίλλερ έγραφε αυτές τις γραμμές σε επιστολή του (8/8/1879) προς τον δανό συνάδελφό και εργοδότη του Θεόφιλο Χάνσεν στη Βιέννη η εμπειρία του Αυγούστου στην Αθήνα παραμένει απαράλλαχτη.

Η αίσθηση του χρέους για τον Τσίλλερ ήταν υψηλή, από την πρώτη στιγμή που έφτασε στην Αθήνα, μόλις 24 ετών, για να αναλάβει, για λογαριασμό του Χάνσεν, τη διεύθυνση του εργοταξίου της ανέγερσης της λεγόμενης «Σιναίας Ακαδημίας», με δαπάνη του ομογενή τραπεζίτη βαρόνου Σίμωνος Σίνα. Ο Χάνσεν σχεδιάζει το κτίριο και οργανώνει το τεχνικό υπόβαθρο της ανέγερσής του επιστρέφοντας στο αρχιτεκτονικό γραφείο του στη Βιέννη για να συμμετάσχει στον σχεδιασμό του περίφημου βουλεβάρτου Ringstrasse στο ιστορικό κέντρο της Βιέννης και αναλαμβάνοντας τον σχεδιασμό του μεγάρου του Κοινοβουλίου της Βιέννης σε εκλεκτικό στυλ με ελληνικές επιρροές.

«Μια επαγγελματική πρόταση πολύ συμφέρουσα για σας»

Οταν ο διευθυντής του εργοταξίου στην Αθήνα Μπέρνχαρντ Τράιμπερ τον απογοητεύει, καλεί με επιστολή (20/9/1859) τον νεαρό Ερνστ Τσίλλερ, ο οποίος είχε μαθητεύσει στο γραφείο του, στη Βιέννη «για να συζητήσουμε μια επαγγελματική πρόταση πολύ συμφέρουσα για σας».

Μαρμαρογλύπτης στο εργοτάξιο της Ακαδημίας κατεργάζεται το επίκρανο του προθαλάμου με την ανάγλυφη Νίκη. Ορθιος διακρίνεται ο Χάνσεν, καθιστός στα δεξιά του ο Τσίλλερ (αλβουιμίνη 1872-1873).

Αυτή η επιστολή είναι η αφορμή της μετεγκατάστασης του Τσίλλερ στην Αθήνα, όπου θα διαπρέψει υπογράφοντας ορισμένα από τα πιο εμβληματικά κτίρια της πρωτεύουσας – και όχι μόνον: το Ανάκτορο του Διαδόχου (νυν Προεδρικό Μέγαρο), το Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας, της Πάτρας, της Ζακύνθου, το Δημαρχείο της Ερμούπολης, εκκλησίες στο Αίγιο, το Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη (νυν Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα) και ιδιωτικές κατοικίες για την ελίτ της εποχής συγκαταλέγονται στα κτίρια που σχεδίασε, τα οποία υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τα πεντακόσια.

Η ζωή σε 428 επιστολές

Αυτή τη δραστηριότητα παρακολουθούμε ζωντανά μέσα από την πυκνή, τακτική αλληλογραφία του με τον επόπτη του έργου της Ακαδημίας, Χάνσεν, από το 1861 που αναλαμβάνει το παρατημένο εργοτάξιο της Ακαδημίας ως το 1890. Τις 342 επιστολές του Τσίλλερ προς τον Χάνσεν που απόκεινται στα κατάλοιπα του Θεοφίλου Χάνσεν, στη Βασιλική Βιβλιοθήκη της Δανίας στην Κοπεγχάγη και τις 86 επιστολές του Χάνσεν προς τον Τσίλλερ που σώζονται στο Κέντρο Ερευνας της Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, συνολικά 428 επιστολές, συγκεντρώνει, μεταφράζει στα ελληνικά και σχολιάζει η ιστορικός τέχνης Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη στον τόμο Ερνστ Τσίλλερ – Θεόφιλος Χάνσεν, Αλληλογραφία 1859-1890. Η ανέγερση της Σιναίας Ακαδημίας και άλλες ιστορίες (εκδ. ΜΙΕΤ, 2024).

Σε επιμέλεια της ίδιας κυκλοφορούν και οι αυτοβιογραφικές Αναμνήσεις του Ερνστ Τσίλλερ (εκδ. Εστία, 2021), ωστόσο ο πολυσέλιδος τόμος της Αλληλογραφίας προσφέρει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε βήμα-βήμα τη διαμόρφωση μιας φυσιογνωμίας που άφησε διακριτή σφραγίδα στο αρχιτεκτονικό πρόσωπο της Νέας Ελλάδας.

Παρότι δεν θεωρείται καινοτόμος στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, ο Τσίλλερ αποδείχθηκε ευφυής στην προσαρμογή ρυθμών της εποχής στην κλίμακα και στο ύφος του ελληνικού περιβάλλοντος και ιδιαίτερα ρεαλιστής και αποτελεσματικός στην εκτέλεση έργων, συνδυάζοντας αναγεννησιακά με νεομπαρόκ, κλασικά ελληνικά και βυζαντικά στοιχεία.

Στο εργοτάξιο της Ακαδημίας

Ο νεαρός Ερνστ, ένα από τα εννιά παιδιά εύπορης οικογένειας οικοδόμων, αρχιτεκτόνων και κατασκευαστών, με σπουδές στην Οικοδομική Σχολή της Δρέσδης, ενημερώνει για τα πάντα τον Χάνσεν και του ζητεί τη γνώμη του: Για το πώς θα συνδεθούν οι αγωγοί απορροής της στέγης στον κεντρικό αγωγό των ομβρίων υδάτων που βρίσκεται κρυμμένος στο ολομάρμαρο κτίριο της Ακαδημίας, ποιες είναι οι ενδεικνυόμενες διαστάσεις των δοκών και η ποιότητα των τούβλων που θα χρησιμοποιηθούν στους θόλους, για τη διαθέσιμη πίστωση για ξυλεία και για τις διαπραγματεύσεις με τον εργολάβο Νικόλαο Κουμέλη και με τον ηγούμενο της Μονής Πεντέλης για την τιμή του πεντελικού μαρμάρου.

Εσωκλείει σχέδια σε φυσική κλίμακα προκειμένου ο Χάνσεν να στείλει από τη Βιέννη υαλοπίνακες για τα παράθυρα και λάμπες για τους φανοστάτες, κεραμίδια και φύλλα χρυσού για τον διάκοσμο των παραστάδων στη μεγάλη αίθουσα της Ακαδημίας που διακοσμεί εικαστικά ο Γερμανός Κρίστιαν Γκρίπενκερλ.

Μνημείο Θεόφιλου Χάνσεν στο πρόπυλο του μεγάρου του Κοινοβουλίου της Βιέννης. Σχεδιασμός και εκτέλεση: Αλόις Κοχ και Χούγκο Χερτλ (1906). Χαρακτηριστικό το σχέδιο του Χάνσεν με τον γρύπα στο μαρμάρινο κιγκλίδωμα. Ανάλογο μοτίβο έχει υλοποιηθεί στο Βαλλιάνειο κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

Ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται από τις λεπτομερείς, ακριβείς περιγραφές, που δημιουργούν τόσο ζωντανές εικόνες σχεδόν σαν να τις παρακολουθεί στην τηλεόραση σε ζωντανή μετάδοση.

Αναγγέλλοντας την τοποθέτηση του αγάλματος του Απόλλωνα σε έναν από τους στύλους της Ακαδημίας, ο Τσίλλερ γράφει στον Χάνσεν: «Ο Απόλλων τοποθετήθηκε στο εργαστήριο πάνω στο ξύλινο βάθρο του και τη Δευτέρα θα συρθεί προσεκτικά προς τα έξω, σαν σε έλκηθρο, με τις στεφάνες του αλειμμένες με σαπούνι. Γλιστρώντας τον πάνω σε νωπά κλαράκια χωμένα από κάτω, θα τον πάμε μέχρι τον στύλο. Εκεί βρίσκεται το ικρίωμα των είκοσι μέτρων με τα απαραίτητα μηχανήματα: τα τέσσερα βαρούλκα και τις δύο τροχαλίες, που θα τον τραβήξουν προς τα πάνω.

Το άγαλμα δεν πρέπει να ζυγίζει πάνω από πέντε τόνους, αλλά για μεγαλύτερη ασφάλεια, τα σχοινιά στα βαρούλκα θα εργάζονται σε δωδεκάδες. Μόλις φθάσει επάνω, το αμάξι του γεφυρογερανού θα κινηθεί προς τον στύλο και το άγαλμα θα αρχίσει να κατεβαίνει αργά, μέχρι να ακουμπήσει πάνω στην επίσκεψη βάθρου του κιονόκρανου. Ελπίζω να τον ανεβάσω πριν από τις ελληνικές γιορτές» (24/12/1881).

Μεγάλο μέρος της αλληλογραφίας απασχολεί ο ιδιοφυής καλλιτέχνης Λεωνίδας Δρόσης, υπότροφος του Σίνα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Δρέσδης και μετέπειτα καθηγητής του Πολυτεχνείου, ο οποίος ταλαιπωρεί τον Τσίλλερ καθυστερώντας τα προπλάσματα των αγαλμάτων του Πλάτωνα και του Σωκράτη για τα προπύλαια και του Απόλλωνα και της Αθηνάς για τις ιωνικές κολόνες που πλαισιώνουν το μέγαρο της Ακαδημίας.

Ο Τσίλλερ πιέζει τον Δρόση με κάθε τρόπο ενώ παράλληλα επιχειρεί την αντικατάστασή του από τον Ιωάννη Κόσσο: «Σας στέλνει με το ίδιο ταχυδρομείο τις δύο προτάσεις για τα προπλάσματα του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Πρόσθεσε και τις φωτογραφίες των προγενέστερων για να δείτε πόσο έχει βελτιωθεί η δουλειά του. Χαλάλι του φουκαρά, μακάρι να πάρει την παραγγελία για τα δύο αυτά έργα, γιατί προς το παρόν δεν έχει σχεδόν καμιά δουλειά…». Ωστόσο, οι προτάσεις δεν ικανοποιούν τον Χάνσεν.

Μαθητεία και χειραφέτηση

Ο Χάνσεν απαντά άμεσα σε όλα, καθοδηγώντας τον ήπια αλλά σταθερά σε ζητήματα οικονομικά, διαχείρισης προσωπικού αλλά και για το αρτιότερο αποτέλεσμα στις παραμικρές εργασίες: πόση ώρα πρέπει να στεγνώνει το μίνιο προτού περαστεί το χρώμα στο κιγκλίδωμα του κτιρίου. Θαυμάζουμε αυτή τη σχέση μαθητείας και τη συνεργασία μεγάλης κλίμακας και διάρκειας, που εκτυλίσσεται αρμονικά δι’ αλληλογραφίας, με τα περιορισμένα επικοινωνιακά μέσα της εποχής. Οχι σπάνια, ο νεαρός Τσίλλερ εκφράζει την ευγνωμοσύνη και την εμπιστοσύνη του προς τον Χάνσεν.

Απόσπασμα επιστολής με ιδιόχειρα σκίτσα του Τσίλλερ προς τον Χάνσεν.

«Σας διαβεβαιώ, κύριε φον Χάνσεν, ότι από τότε που σας γνώρισα, σας θεωρώ τον καλύτερό μου φίλο, έχοντας πλέον επαρκείς αποδείξεις της φιλίας και της έγνοιας σας για μένα. Δεν έχω κανένα μυστικό που να μη μοιράζομαι μαζί σας…» (21/6/1862) εξομολογείται στον Χάνσεν, βεβαιώνοντάς τον ότι δεν σκέπτεται τον γάμο που θα μπορούσε, εκείνη τη στιγμή, να εμποδίσει την καριέρα του. Θα παντρευτεί πολύ αργότερα, το 1876, την ελληνίδα πιανίστα Σοφία Δούδου και θα αποκτήσει μαζί της τρεις κόρες και δύο γιους.

Ο Τσίλλερ σταδιακά θα αποκτήσει ανεξάρτητη δραστηριότητα στην Αθήνα. Αναλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον σχεδιασμό της κατοικίας του αστρονόμου Ιούλιου Σμιτ, διευθυντή του Αστεροσκοπείου Αθηνών, και το μεγαλοπρεπές Ιλίου Μέλαθρον, την κατοικία του ανασκαφέα της Τροίας Ερρίκου Σλήμαν. Παράλληλα, αναπτύσσει επιχειρηματική δραστηριότητα στο real estate της εποχής αγοράζοντας μεγάλη έκταση στον Πειραιά όπου κατασκευάζει επαύλεις προς πώληση και ιδρύει εταιρεία κατασκευής πλακιδίων στην Αθήνα.

Πολιτικές αναταραχές και διαπλοκή

Πέρα από τα «τεχνικά δελτία», ο Τσίλλερ πληροφορεί τον Χάνσεν για όσα συμβαίνουν στην πολιτική και οικονομική ζωή της Αθήνας. Η δολοφονική απόπειρα κατά της βασίλισσας Αμαλίας τον Σεπτέμβριο του 1861, το αντιμοναρχικό κλίμα που επικρατούσε στο στρατό την ίδια περίοδο καθώς και οι αιματηρές συγκρούσεις στο κέντρο, τα «Ιουνιανά» του 1863, επακόλουθα της εκθρόνισης του Οθωνα και της ακυβερνησίας της χώρας, το Λαυρεωτικό Ζήτημα, η σφαγή στο Δήλεσι, το Κρητικό Ζήτημα, όλα τα σημαντικά γεγονότα της ελληνικής επικαιρότητας μεταφέρονται συνοπτικά μεν, σαφώς δε στις επιστολές.

Ερνστ Τσίλλερ

Θεόφιλος Χάνσεν

Πολύ απασχολεί ένα επαγγελματικό ζήτημα με πολιτικές προεκτάσεις: οι ανομίες και η κατάχρηση κονδυλίων γύρω από την ανέγερση του «Μεγάρου Εκθέσεων», νυν Ζαππείου Μεγάρου, σε αρχικά σχέδια του Φρανσουά Μπουλανζέ, το οποίο ανατίθεται τελικά στον Χάνσεν με επιβλέποντα τον Τσίλλερ. Παράλληλα, παρακολουθούμε τις επαφές και τη συνεργασία τους για την κατασκευή της Εθνικής Βιβλιοθήκης, του δεύτερου κτιρίου της «αθηναϊκής τριλογίας», που χτίζεται σε σχέδια Θεόφιλου Χάνσεν και επίβλεψη Τσίλλερ.

Εκδοτική οικονομία, υπαινικτικός σχολιασμός

Η Μαριλένα Κασιμάτη μεταφράζει αυτή την πλούσια, πολύχρονη, ογκώδη αλληλογραφία, μια αυθεντική μαρτυρία της εποχής, σε σύγχρονα ελληνικά που χρωματίζονται από μια πατίνα ευγένειας του 19ου αιώνα και καταφέρνει να αποδώσει γλωσσικά τις δύο προσωπικότητες, του εργατικού, σεβαστικού και συγκρατημένου, αλλά και νευρικού Τσίλλερ προς τον «αξιοσέβαστο κύριο Γενικό Επιθεωρητή» και την πραότητα, την ήρεμη αυτοπεποίθηση του στιβαρού αρχιτέκτονα και την ανθρώπινη ζεστασιά του Χάνσεν, που κλείνει τις επιστολές του με τον χαιρετισμό «ο γερο-φίλος σας Χάνσεν».

Οι ευεργέτες της Σιναίας Ακαδημίας, ο τραπεζίτης Σίμων Σίνας, βαρόνος φον Χόντος-Κίζντια, με τη σύζυγό του Ιφιγένεια.

Η μόλις τετρασέλιδη εισαγωγή της ίσως αφήσει διψασμένους τους αναγνώστες που είναι συνηθισμένοι σε εκτενή αφηγήματα που πλαισιώνουν και οριοθετούν την αναγνωστική πρόσληψη. Επιτυγχάνει όμως, με μια οικονομία αντάξια του αποτελεσματικού Τσίλλερ, να δώσει το εκδοτικό πλαίσιο, τα πραγματολογικά στοιχεία και βασικούς άξονες ανάγνωσης της αλληλογραφίας, η οποία είναι εξαιρετικά ζωντανή, σαφής και εύγλωττη. Τις πρωτογενείς επιστολικές μαρτυρίες συνοδεύουν αναλυτικά και κατατοπιστικά σχόλια.

Πώς αποτιμά η επιμελήτρια συνολικά τη δραστηριότητα των δύο αρχιτεκτόνων στο έργο της ανέγερσης της Ακαδημίας αλλά και στις άλλες ιστορίες που παρουσιάζονται στον τόμο συνάγει ο αναγνώστης από το παράθεμα που υπαινικτικά έχει επιλέξει ως μότο στην Εισαγωγή της, από επιστολή του Χάνσεν (22/10/1879) προς τον Τσίλλερ, με αφορμή ρουσφέτι που του ζητείται: «Από πλευράς μου του εξήγησα την τεράστια διαφορά ανάμεσα στους Ελληνες και σε εμάς τους Γερμανούς. Ενώ εμείς διαχειριζόμαστε τα χρήματα που μας εμπιστεύονται με τη μέγιστη ευσυνειδησία και ανιδιοτέλεια, ο Ελληνας πιστεύει ότι θα αδικούσε τον εαυτό του αν δεν χρησιμοποιούσε τα χρήματα που του εμπιστεύτηκαν για να εξυπηρετηθεί όσο γίνεται ο ίδιος και η παρέα του. Με λίγα λόγια, περιμένω τη γνώμη σας πάνω στο θέμα αυτό».

Το κτίριο παραδόθηκε στο ελληνικό κράτος το 1887. Η Ακαδημία την οποία προοριζόταν να στεγάσει δεν είχε ακόμη ιδρυθεί. Ο Χάνσεν πέθανε στη Βιέννη, πολιτογραφημένος Αυστριακός, το 1891 και ο Τσίλλερ στην Αθήνα, πολιτογραφημένος Ελληνας, το 1923. Η Ακαδημία Αθηνών ιδρύθηκε τελικά το 1926.