Προς το τέλος, στραφήκαμε στις γυναικοκτονίες και στον φεμινισμό. «Δεν ξέρω αν αυξήθηκαν στατιστικά οι γυναικοκτονίες ή αν απλώς τώρα δημοσιοποιούνται και συζητιούνται περισσότερο. Πάντως, τρομακτική ενδοοικογενειακή βία υπήρχε ανέκαθεν, ιδίως στις μεσογειακές χώρες. Το πιο φοβερό είναι ότι το ξύλο, η κακοποίηση δεν εθεωρείτο ακριβώς «δικαίωμα» των αντρών αλλά, σε κάθε περίπτωση, εγγραφόταν σε κάτι «φυσικό» ή «αναμενόμενο» ή «κανονικό». Πολλές γυναίκες ακόμη ντρέπονται και να μιλήσουν και να καταγγείλουν, εγκλωβίζονται ως θύματα μέσα στη σιωπή» σχολίασε. «Τέλος πάντων διαπιστώνω ότι, αφενός, έχουν ξεχαστεί οι αγώνες των παλιών φεμινιστριών και, αφετέρου, επικρατεί μια σκληροπυρηνική στεγνότητα στις συλλογικότητες που δυστυχώς τρώγονται και μεταξύ τους ενίοτε. Για να μην αναφερθώ στις γυναίκες-αφεντικά που συχνά είναι αμείλικτα αφεντικά. Δεν δείχνουν ούτε συμπαράσταση ούτε αλληλεγγύη στις άλλες. To κίνημα #MeToo είναι πολύ σημαντικό. Φοβάμαι ωστόσο μήπως εκτραπεί σε έναν πολιτικά ορθό νεοπουριτανισμό, στο πλαίσιο του οποίου δεν θα τολμά κανείς να ανοίξει το στόμα του για το οτιδήποτε».
Σε μια ακόμη πιο εξομολογητική στιγμή της, υπογράμμισε: «Οταν κάνεις παιδιά, χάνεις την ελευθερία σου. Δεν είναι τόσο η φροντίδα, η έγνοια, ο χρόνος που αφιερώνεις. Αλλά δεν μπορείς πια να αφεθείς. Δεν μπορείς να βγεις στο μπαλκόνι και να πηδήξεις. Χάνεις την ελευθερία να τρελαθείς. Πρέπει με νύχια και με δόντια να κρατήσεις την ισορροπία».