Τον Αύγουστο του 1929 ο Εντουάρ Εριό, πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας και τότε δήμαρχος της Λυών και αρχηγός του Ριζοσπαστικού Κόμματος, φτάνει οδικώς στην Ελλάδα για ένα ταξίδι αναψυχής με την ιδιόκτητη πολυτελή κούρσα του Hispano-Suiza. Ο υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών Γιώργος Σεφεριάδης αναχωρεί οδικώς για τη Φλώρινα να τον προϋπαντήσει. Τα ξημερώματα της 17ης Αυγούστου ο γάλλος πολιτικός θα φτάσει στη Θεσσαλονίκη και από εκεί θα ξεκινήσει, με την επίσημη συνοδεία του και ξεναγό τον Σεφεριάδη, για μια επίσκεψη στους Δελφούς, στην Αθήνα, διά θαλάσσης στη Δήλο και, με την επιστροφή του, οδικώς πάλι, στην Ολυμπία, στις Μυκήνες, στην Επίδαυρο και στο Ναύπλιο, προτού αναχωρήσει για τη Βενετία στις 2 Σεπτεμβρίου. Το πρόγραμμα και τις διαδρομές του ταξιδιού επιμελείται η ιδρυμένη το 1924 Ελληνική Λέσχη Περιηγήσεων και Αυτοκινήτου (ΕΛΠΑ), η οποία βρίσκεται σε συνεννόηση για την άφιξη του Εριό με τις αντίστοιχες λέσχες Βελιγραδίου και Σόφιας. Τις λεπτομέρειες ανακοινώνει με επιστολή του της 5ης Αυγούστου στον Γιώργο Σεφεριάδη ο πρόεδρος της ΕΛΠΑ, εφοπλιστής Αντώνιος Δ. Σταθάτος, προσκαλώντας σε γεύμα τον διακεκριμένο γάλλο επισκέπτη και τον κ. Ντιντιέ, πρόεδρο της Λέσχης Αυτοκινήτου Λυών, που τον συνοδεύει.
Πολιτική, τουρισμός και αυτοκίνηση. Για την Ελλάδα του 1929, που είχε πρόσφατα βγει από τη μικρασιατική περιπέτεια, με ένα υποτυπώδες οδικό δίκτυο, η αυτοκίνηση ήταν ένα ακριβό σπορ για μια ευκατάστατη ελίτ. Ο νεαρός Γιώργος Σεφεριάδης, παρά την κούραση του ασφυκτικού προγράμματος, απόλαυσε ασφαλώς το προνόμιο του ταξιδιού με τον Εριό και την ευκαιρία να γνωρίσει την Ελλάδα. Στο Αρχείο του στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα (ΑΣΚΣΑ) ο ερευνητής θα βρει εξαιρετικά πλούσιο τεκμηριωτικό υλικό αυτού του ταξιδιού: χάρτες και φύλλα ημερολογίου με χειρόγραφες σημειώσεις, φωτογραφίες από τη διαδρομή, το πρόγραμμα του ταξιδιού και αναλυτικές οδηγίες, τηλεγραφήματα, αποκόμματα Τύπου και ευχαριστήριες επιστολές προσεκτικά αρχειοθετημένα από τον ίδιο. Ωστόσο, στο προσωπικό του ημερολόγιο για το ταξίδι αυτό δεν υπάρχει ούτε μία γραμμή.
Φαντασιώσεις σε τέσσερις τροχούς
Εναν Αύγουστο τρία χρόνια νωρίτερα, μια διαδρομή με το λαϊκό μέσο του λεωφορείου θα τροφοδοτήσει αξιοσημείωτες ερωτικές φαντασιώσεις και κοινωνιολογικές παρατηρήσεις. Διαβάζουμε στο ημερολόγιό του: «Στο μπούσι. Πηγαιμός. Μια όμορφη γυναίκα απέναντί μου. Κόκκινα κομμένα μαλλιά· ηδονικά χέρια και στόμα· μύτη αδιάφορη. Παντρεμένη· φορεί βέρα. Την «ονειρεύομαι», καθώς προχωρούμε, ντυμένη στην ερμίνα, καθισμένη πλάι μου σ’ ένα χαμηλό αυτοκίνητο που τρέχει σαν το βόλι· κρατώ το τιμόνι, αλλά δεν οδηγώ, όπως στις φωτογραφίες των πλανόδιων» (Μέρες Α΄, 9.8.1926).
Επιστρέφοντας το ίδιο βράδυ με το λεωφορείο ο Σεφέρης στρέφει το βλέμμα στα αυτοκίνητα που κινούνται έξω: «Γυρισμός. Το ίδιο μπούσι· δε συλλογίστηκα την πρωινή γυναίκα. Κάθομαι (κατά τύχη) στον ίδιο πάγκο, όχι στην ίδια θέση. Στο βάθος, δυο μαύρα μάτια πολύ γυαλιστερά. Παξιμάδα. […] Από το παράθυρο κυπαρίσσια, τηλεγραφόξυλα, ασθενικά δέντρα σαν τα δόντια πριονιού που πάει κι έρχεται. Τ’ αυτοκίνητα που μας αντιπερνούν θαρρείς θα μας καρφώσουν με τις αντένες των φάρων τους· τίποτε· κλείνουν το μάτι και χάνουνται· βραδινή κούραση». Οι λέξεις του μεταφέρουν τη γοητευτική αύρα με την οποία περιβάλλεται το αυτοκίνητο για τους νέους του Μεσοπολέμου: ελευθερία, ταχύτητα, κοσμοπολίτισσες γυναίκες και ανέμελος ερωτισμός που φλερτάρει με τον κίνδυνο.
Στη γοητεία του αυτοκινήτου είχε υποκύψει πολύ νωρίτερα και ο Λορέντζος Μαβίλης, στου οποίου το σονέτο «Στο Φάληρο» (1913) εντοπίζει η νεοελληνίστρια Αλεξάνδρα Σαμουήλ (Η Λέξη, τχ. 158, 2000) την πρώτη εμφάνιση της λέξης «αυτοκίνητο» σε ελληνικό ποίημα, δηλώνοντας, μαζί με τις ξενικές λέξεις «μπαρ» και «σοφέρ» στο ίδιο ποίημα, τη νέα αστική κουλτούρα: «Eσύ έλειπες. Aργά κινάω να φύγω, / Mα ξάφνου στη μπασιά του μπαρ ξανοίγω / Aυτοκίνητο να γοργοζυγόνη» αφηγείται το υποκείμενο του ποιήματος. Καταφθάνει μια αρχοντοπούλα με σοφέρ. Κι ο νέος μας, μπήγοντας τη ματιά του στη ματιά της, απευθύνει στην τετράξανθη ομορφιά γαλανομάτα: «Tου θανάτου δε μ’ έπιασαν τρομάρες ― / Γλυκύτατες μ’ ελυώσανε λαχτάρες / Nα συντριφτώ κάτω από εσέ στη στράτα» («Στο Φάληρο»).
Στο διάστημα μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, οι εικόνες αυτές θα αποκρυσταλλωθούν στο συλλογικό φαντασιακό μιας γενιάς που λαχταρά να ζήσει έντονα προτού επιβεβαιωθούν τα λυγρά σήματα ενός επερχόμενου πολέμου και ο Γιώργος Θεοτοκάς θα καταγράψει στο καταστατικό για τη γενιά του 1930 κείμενο Ελεύθερο πνεύμα (1929) τα ολοκαίνουργια πράγματα και το νέο ύφος ζωής που εντυπωσίαζαν την «άπληστή τους νιότη», την ευθεία γραμμή της ασφάλτου, την αίσθηση της ταχύτητας και της φυγής, την ελεύθερη θάλασσα σε λίγα λεπτά απόσταση: «Η λεωφόρος Συγγρού κυλά μέρα και νύχτα προς την αχτή του Φαλήρου τους νεογέννητους και ανέκφραστους ακόμα ρυθμούς ενός δυνατού λυρισμού που γυρεύει δυνατούς ποιητές». Ο Σεφέρης θα γράψει δύο ποιήματα για την περίφημη κυκλοφοριακή αρτηρία (Τετράδιο γυμνασμάτων, «Λεωφόρος Συγγρού, 1930» και Τετράδιο γυμνασμάτων Β΄, «Λεωφόρος Συγγρού, Β΄»), αφιερώνοντας στον Θεοτοκά το πρώτο.
Αυτοκίνητα γρήγορα, στιλβωμένα, ηδονικά, με φώτα εκτυφλωτικά και με εξατμίσεις που καπνίζουν συναντούμε συχνά στα ποιήματα των νεανικών χρόνων του Σεφέρη: «Γιά θυμήσου σα στρίβαμε λαχανιασμένοι τα σοκάκια για μη μας ξεκοιλιάσουν οι φάροι των αυτοκινήτων» («Γράμμα του Μαθιού Πασκάλη»), «[…] οι άνθρωποι ξένοι / στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριές / καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν / χιλιάδες χλωμές προσωπίδες» («Ενας λόγος για το καλοκαίρι»), «Οσμές φαρμάκων μέσα στον αγέρα / βαραίνουν ερωτεύουνται και σμίγουν/ αχνούς από αυτοκίνητα που φεύγουν / στην εξοχή μ’ ολόξανθα ζευγάρια/ προραφαηλιτικά λιγάκι εξατμισμένα» («Τρίτη»), από το Τετράδιο γυμνασμάτων, και «πυρωμένα λάστιχα και τους αχνούς των αυτοκινήτων» («Το άλογο της Μολδοβλαχίας»), στο Τετράδιο γυμνασμάτων Β΄, αλλά και στα ωριμότερα χρόνια του Ημερολογίου καταστρώματος Β΄: «Και τρέχαν τ’ αυτοκίνητα δείχνοντας / γυαλιστερές πλάτες όπως τα δελφίνια» («Kerk Str. Oost, Pretoria, Transvaal»).
Στο αυτοκίνητο θα αφιερώσει το ομότιτλο ποίημα της πρώτης του ποιητικής συλλογής, Στροφή (1931): «Στη δημοσιά σαν αγκαλιά / δίκλωνη ενός διαβήτη, / του αγέρα δάχτυλα στη χήτη / και μίλια στην κοιλιά, // οι δυο μας φεύγαμε αδειανοί / βιτσιά για το ήπιο βλέμμα· / φτιασίδι ο νους, φτιασίδι το αίμα / γυμνοί! γυμνοί!, γυμνοί! // …Σ’ ένα κρεβάτι μ’ αψηλό / κι’ αλαφρύ προσκεφάλι / πώς ξεγλιστρούσε αλάργα η ζάλη / σαν ψάρι στο γιαλό… // Στη δίκλωνη τη δημοσιά / φεύγαμε κορμιά μόνο / με τις καρδιές στον κάθε κλώνο / χώρια, ζερβά-δεξιά», όμως ο ερωτικός συμβολισμός εδώ δεν είναι ευφρόσυνος. Γραμμένο στο κλίμα ερωτικής δυσφορίας και πόνου μετά τον χωρισμό του από τη γαλλίδα φιλενάδα του των φοιτητικών χρόνων, θα εκφράσει εδώ έναν σκεπτικισμό για τη διάρκεια της ερωτικής ευτυχίας.
Επιστροφή στη Μικρασία και στην Αθήνα
Από τότε που έφυγε από τη Σμύρνη, δεν επιθυμεί άλλο από την επιστροφή στους τόπους της παιδικής του ηλικίας. Η επιθυμία φαίνεται πως πλησιάζει στην υλοποίησή της όταν ο Σεφέρης μετατίθεται στην Αγκυρα το 1948. Στην Τουρκία οδηγεί, όπως μαρτυρούν στο Αρχείο του θεωρημένες συχνά άδειες οδήγησης. Ωστόσο, μια αμφιθυμία τον κάνει να αναβάλλει το ταξίδι, το οποίο θα αποφασίσει αμετάκλητα μετά τον θάνατο του αδελφού του Αγγελου τον Ιανουάριο του 1950. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, αναχωρεί, χωρίς τη Μαρώ, για μια περιήγηση δύο εβδομάδων, και 2.876 χιλιομέτρων, στα μικρασιατικά παράλια με τον σουηδό πρέσβη στην Τουρκία Ερικ φον Ποστ.
Το ταξίδι καταγράφεται στο ημερολόγιό του: «Ξεκινήσαμε από την Αγκυρα με το τζιπ του Ε., 06.15. Ο σοφέρ του ονομάζεται Γιουσούφ». Στη διάρκεια του οδοιπορικού τους θα καταγράψει τις στάσεις για καφέ και φαγητό και την αναπαυτική για το βλέμμα αρχιτεκτονική των σπιτιών, θα αναφερθεί στα μαγαζιά όπου δουλεύουν τον «αφρό της θάλασσας», θα περιγράψει τα άθλια χάνια στον δρόμο, τα λαβωμένα δέντρα, ήχους και μυρωδιές, «προσκαλέσματα από τα βάθη άλλων καιρών». Σε αυτό το ταξίδι στον χρόνο, το άβολο τζιπ θα λειτουργήσει ίσως ως γείωση στο παρόν και αντίβαρο στην τραβηχτική δύναμη του παρελθόντος: «Το τζιπ δεν είναι ξεκούραστο υποζύγιο· καλός ή κακός δρόμος, σου ξεκλειδώνει πάντα τη ραχοκοκαλιά. Ο Ε. εννοεί να μένει η ράχη της τέντας του αμαξιού πάντα ανοιχτή· για να κυκλοφορεί ο αέρας – κυκλοφορεί μονάχα η σκόνη» (Μέρες Ε΄, 22.6.1950).
Στον συναισθηματικά φορτισμένο πενηντάχρονο Σεφέρη, που φοβάται ότι έχει κάνει ένα κάλεσμα νεκρών και θα συμβεί μια κρίση, η ταχύτητα της μετακίνησης με το αυτοκίνητο δεν έχει την ίδια απήχηση που είχε στον νεαρό εαυτό του. Καθώς κολυμπούν με τον Φον Ποστ στη δεξαμενή της Ιεράπολης, «ένας γύφτος, ξερακιανός και πολύ μελαμψός, ήρθε και κάθισε ανάμεσα στις ροδοδάφνες κι άρχισε να παίζει το λαγούτο του· το ονόμασε saz· λίγοι αραιοί, μεταλλικοί τόνοι, που τινάχτηκαν, όμορφοι σαν πεταλούδες, από το διάφανο ουρανό». Συγκινημένος βαθιά, θα καταλήξει: «Τέτοια ταξίδια πρέπει να τα κάνεις με τα πόδια ή με ζώο· πρέπει να είσαι διαθέσιμος. Αλλιώς σε γαντζώνει η χάρη μια στιγμή, όπως τ’ αγκάθι ενός θάμνου, ενώ σε σέρνει βίαια το «πρόγραμμα»». (Μέρες Ε΄, 24.6.1950).
Χωρίς τζιπ, χωρίς το αυτοκίνητο της πρεσβείας και τον σοφέρ, οδηγώντας ο ίδιος τον VW Σκαραβαίο του, θα ξεκινήσει στις 20 Αυγούστου 1962 από το Λονδίνο για την Αθήνα, επιστρέφοντας οριστικά πια στην Ελλάδα. «Φύγαμε από το Λονδίνο γύρω στις 10 π.μ. με το VW» θα σημειώσει την ίδια μέρα στο ημερολόγιό του (Μέρες Η΄). Περνούν στο Καλέ και συνεχίζουν ως τη Μασσαλία, όπου τους περιμένει ο Γ. Π. Σαββίδης, με στάσεις καθ’ οδόν. Επισκέπτονται καθεδρικούς ναούς, πίνουν τσάι σε ζαχαροπλαστεία, θαυμάζουν τους αμπελώνες της κοιλάδας του Ροδανού. «Στο Lyon δε σταματήσαμε διόλου, μόνο που χάσαμε το δρόμο κάπως. Θέλαμε το δρόμο Ν86, αριστερά από το Ροδανό, πήραμε τον δεξή τον Ν7. Φάγαμε πριν από το Lyon σ’ ένα μέτριο εστιατόριο της δημοσιάς». Οταν φτάνουν στη Μασσαλία εξομολογείται: «Ημουν άτονος σ’ αυτό το ταξίδι. Κάναμε 1.200 χλμ.» (Μέρες Η΄, 22 και 23.8.1962). Ηταν ο αργός αποχαιρετισμός της Ευρώπης. Πλέον 62 χρόνων, πάλι στην Ελλάδα, προσπαθεί «να ξαναρχίσει».
Το Αρχείο Γιώργου Σεφέρη απόκειται στο Τμήμα Αρχείων της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. Ευχαριστούμε τη διευθύντρια των Αρχείων Ναταλία Βογκέικωφ και τις κυρίες Αννα Λόντου και Δάφνη Κρίνου για την άδεια δημοσίευσης του αρχειακού υλικού, καθώς και τις αρχειονόμους Λήδα Κωστάκη και Ελευθερία Δαλέζιου για τη συνεργασία στην υλοποίηση του αφιερώματος.