«Ηταν εδώ πολλή φασαρία μες στο σπίτι από Σουηδούς. Δύο Σουηδοί επί δεκαπέντε μέρες εξακολουθητικώς μες στο σπίτι. Αφήστε που μου άδειασαν μια κάσα ουίσκι. Ο ένας να ζωγραφίζει και ο άλλος να κάνει σκίτσα και να τον κάνει ερωτήσεις…». Η Μαρώ Σεφέρη, μιλώντας στον Φρέντυ Γερμανό, μετά τον θάνατο του Σεφέρη, θα περιγράψει την ατμόσφαιρα, παραμονές της ανακοίνωσης του Βραβείου Νομπέλ του 1963. Μια αποστολή σουηδών δημοσιογράφων έχει κατασκηνώσει στο σπίτι του, σε ετοιμότητα για το ενδεχόμενο της απονομής του βραβείου στον έλληνα ποιητή. Λίγο μετά την ανακοίνωση, ο εφημεριδοπώλης της γειτονιάς θα καταφθάσει φωνάζοντας «Το πήραμε! Το πήραμε!», ενώ ο εκδότης του Σεφέρη, ο Νίκος Καρύδης του Ικαρου, θα κλαίει στις σκάλες. Ο Ηλίας Βενέζης είναι ο πρώτος που τον επισκέπτεται για να τον συγχαρεί – κι ο μόνος από το σινάφι, έξω από τη στενή παρέα Κατσίμπαλης και Σία. Ωστόσο, είναι αμφίβολο αν το πολυφωτογραφημένο νησιωτικού ύφους σπίτι της οδού Αγρας 20, με τους ασβεστωμένους τοίχους, τα λουλακί παράθυρα και τις πανταχού παρούσες γοργόνες-σεφερικό σύμβολο σε λάμπες και κεραμικά, αυτό το σπίτι που με σχολαστική φροντίδα σχεδίασαν και έστησαν με τη Μαρώ – όπως μαρτυρεί η αλληλογραφία τους -, που το αποκαλούμε όλοι μας «Σπίτι του Σεφέρη», το οποίο στέγασε τα χρόνια της ποθούμενης υπηρεσιακής αποστράτευσης, την παγκόσμια αναγνώριση και τη σιωπή της δικτατορίας, είναι αμφίβολο αν ήταν εκείνο που ο Σεφέρης ένιωθε πραγματικά «σπίτι» του.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.