Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν από τον θάνατο του Μαρσέλ Προυστ, του μεγαλύτερου πεζογράφου που ανέδειξαν τα γαλλικά Γράμματα, και αναρίθμητες εκδηλώσεις πραγματοποιούνται όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτονόητο, αφού το αριστούργημά του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο είναι το μείζον, για να μην πούμε το «απόλυτο» μυθιστόρημα, ανώτερο, κατά τον Χάρολντ Μπλουμ, ακόμη και από τον αριστουργηματικό Οδυσσέα του Τζόις.
Δεν υπάρχει απαιτητικός αναγνώστης της λογοτεχνίας που να μη θυμάται την πρόταση με την οποία αρχίζει το μεγάλο έργο του Προυστ, «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς». Για εμάς είναι σημαδιακή, αφού ο Σεφέρης την ενέταξε στο ποίημά του «Piazza San Nicolo» του 1937. Μ’ αυτήν – και μάλιστα στα γαλλικά – αρχίζει το ποίημα (ο Σεφέρης τη μεταφράζει λίγο παρακάτω). Πέραν όμως των δικών μας, μας παραπέμπει στο κύριο θέμα του μυθιστορήματος (τον χρόνο) και το πώς γράφτηκε. (Ο Προυστ έγραφε ξαπλωμένος στο κρεβάτι πάνω σ’ έναν δίσκο.)
Ο μέσος όρος των λέξεων που περιέχει κάθε πρόταση του Προυστ είναι τριάντα, διπλάσιος από τον αντίστοιχο των συγγραφέων της εποχής του – και όχι μόνον. Κι όμως, το ύφος δεν «καταπίνει» τους χαρακτήρες. Είναι ζωντανοί, δραστικοί και παρόντες
Tο αριστούργημα ενός εστέτ
Το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο είναι το αριστούργημα ενός εστέτ γραμμένο σε μια χρονική περίοδο που άρχισε να δύει η μπελ επόκ, αλλά το βιβλίο την ξεπερνά, γιατί δεν είναι μόνο ο χρόνος το μόνο κύριο θέμα του αλλά και η τέχνη – και ίσως η τελευταία ακόμη περισσότερο. Αν το «πλαγιάζω» συνεπάγεται «κοιμάμαι», τότε πρόκειται για ένα ατελεύτητο όνειρο, που όμως ο συγγραφέας του το βλέπει με ανοιχτά τα μάτια. Και επειδή είναι ατελεύτητο, η αναζήτηση του χρόνου είναι προϋπόθεση και καθήκον για την καταγραφή του. Κι ο μόνος τρόπος γι’ αυτά είναι η γλώσσα. Μέσα σ’ αυτήν θα ενταχθούν τα πάντα. Θα περάσουν κι άλλες τέχνες: η μουσική και η ζωγραφική, όχι σαν ψηφίδες αλλά σαν οργανικά στοιχεία της ροής του χρόνου, δηλαδή του απέραντου χρόνου της μνήμης. Αυτό μόνον ο Προυστ το πέτυχε και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν το επιχειρήσει και κανένας άλλος στο μέλλον.
Η επέτειος των 100 χρόνων από τον θάνατο του μεγάλου συγγραφέα δικαίως εστιάζεται στη ζωή του. Το μυθιστόρημα είναι όχι μόνο καταγραφή αλλά και μεταμόρφωση των εμπειριών του Προυστ. Οι χαρακτήρες που περνούν από τις σελίδες του είναι πραγματικά πρόσωπα, όπως και η τοπογραφία του. Αυτά, που τα έχουν εντοπίσει όσοι αναλύουν το μυθιστόρημα, μπορεί να μην ενδιαφέρουν σε πρώτη ανάγνωση όσους μπαίνουν στην περιπέτεια να το απολαύσουν, όμως το βιβλίο είναι τεράστιο όχι μόνο σε έκταση αλλά και σε βάθος.
Το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο είναι έργο που δεν διαβάζεται μόνο μία φορά. Πριν αρχίσει κανείς τη δεύτερη ανάγνωση ανατρέχει, αναπόφευκτα, σε λεπτομέρειες που έχουν να κάνουν με την προσωπικότητα του συγγραφέα. Λ.χ. η ορχιδέα είναι ένα άνθος εμβληματικό, που αναδεικνύεται στο μπούστο μιας από τις ηρωίδες του Προυστ, της πρώην εταίρας Οντέτ, τη βραδιά που κάνει για πρώτη φορά έρωτα μαζί της ο εμβληματικότερος ήρωας του μυθιστορήματος, ο Σαρλ Σουάν.
Αλλά γιατί; Ο συγγραφέας, που έπασχε από άσθμα από τα δέκα του χρόνια, δεν άντεχε τη μυρωδιά των ανθέων (του προκαλούσαν αλλεργία) εκτός από ένα: της ορχιδέας. Γι’ αυτό κι όσοι τον επισκέπτονταν δεν έπρεπε να μεταφέρουν αρώματα λουλουδιών. Πριν μπουν στο δωμάτιό του, όπου τους υποδεχόταν ξαπλωμένος με τα ρούχα στο κρεβάτι και φορώντας γάντια, τους εξέταζε πρώτα η οικονόμος του ώστε να μην έχουν την παραμικρή οσμή από λουλούδια πάνω τους.
Ακόμη και σήμερα, που έχουν γίνει τόσα και τόσα στον τομέα της αφήγησης, το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» διατηρεί τον πειραματικό του χαρακτήρα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι μπορεί να διαβαστεί μόνο από μια μικρή μερίδα αναγνωστών
Απαράμιλλο ύφος
Δεν άντεχε επίσης κανέναν θόρυβο, γι’ αυτό και είχε καλύψει τους τοίχους του διαμερίσματός του με μονωτικά πάνελ, ώστε να γράφει χωρίς να τον ενοχλεί και ο πιο ανεπαίσθητος θόρυβος. Προμήθευσε, μάλιστα, τους ενοίκους του πάνω διαμερίσματος με παντόφλες, για να μην μπαίνει κανένας θόρυβος και από το ταβάνι. Δεν ήταν καπρίτσιο. Μόνο σε απόλυτη ησυχία μπορούσε ν’ ακουστεί ο ήχος του χρόνου και να μεταγραφεί σε λέξεις.
Κι εδώ μεταβαίνουμε στο ύφος, δηλαδή στη γλώσσα του Προυστ, που αφήνει και σήμερα έκθαμβους αναγνώστες και μελετητές του έργου του. Προκειμένου να μεταφερθεί η ροή του χρόνου και ο ήχος του, ή αλλιώς η «μουσική» του, ένας τρόπος μόνον υπάρχει: ο εξαιρετικά μακροπερίοδος λόγος που αναδεικνύει τη μελωδικότητα των λέξεων. Ο μέσος όρος των λέξεων που περιέχει κάθε πρόταση του Προυστ είναι τριάντα, διπλάσιος από τον αντίστοιχο των συγγραφέων της εποχής του – και όχι μόνον. Ομως αυτό το ύφος δεν είναι μπαρόκ κι ο αναγνώστης δεν χάνεται στις λεπτομέρειες, που με εξαίσιο τρόπο ο Προυστ τις προβάλλει στην αφήγησή του. Και ακόμη, το ύφος δεν «καταπίνει» τους χαρακτήρες. Είναι ζωντανοί, δραστικοί και παρόντες.
Τέχνη και ζωή ταυτόσημες
Ο Οσκαρ Ουάιλντ έλεγε πως η ζωή αντιγράφει την τέχνη. Για τον Προυστ, τέχνη και ζωή είναι ένα και το αυτό. Για να το αποδείξει συνδέει την τέχνη με τον έρωτα και τα αισθήματα που μας προκαλεί όταν ερχόμαστε σε επαφή μαζί της. Επί παραδείγματι, ο Σουάν, που είναι κριτικός τέχνης, ερωτεύεται την Οντέτ γιατί στο πρόσωπό της αντικρίζει μια φιγούρα του Μποτιτσέλι.
Η μπελ επόκ δεν ήταν μόνο η εποχή των εστέτ, που την «ανακαλύπτουν» και πρόσφατα. (Ο Μαρσέλ Προυστ ήταν ο επιφανέστερος εκπρόσωπός της επειδή τη ζούσε – αλλά και την ξεπερνούσε.) Hταν και εποχή ανακαλύψεων, που δεν άφηναν αδιάφορο τον συγγραφέα. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Προυστ είχε προμηθευτεί μια γραφομηχανή, μια πιανόλα, ένα τηλέφωνο κι ένα «θεατρόφωνο» (μια πρώιμη εκδοχή του ραδιοφώνου), από το οποίο άκουγε – ξαπλωμένος πάντα στο κρεβάτι – τις όπερες που παίζονταν στο Παρίσι. Τα χειρόγραφά του τα δακτυλογραφούσε ο γραμματέας και οδηγός του Αλφρέδος Αγκοστινέλι, που του είχε ιδιαίτερη αδυναμία.
Ο Προυστ ανήκε μεν στην αριστοκρατία, όμως στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο πολλοί από τους χαρακτήρες του δεν προέρχονται αποκλειστικά από την ανώτερη τάξη. Για τον απλούστατο λόγο ότι οι εύποροι και οι αριστοκράτες δεν ήταν οι μόνοι με τους οποίους συναναστρεφόταν. Ανάμεσα στα τεκμήρια λ.χ. που παρουσιάστηκαν σε μια από τις πρόσφατες εκθέσεις για τα εκατό χρόνια από τον θάνατό του περιλαμβάνεται και μια αναφορά της αστυνομίας του 1918, όταν ο Προυστ συνελήφθη σε ένα πορνείο με άντρες να πίνει σαμπάνια με μια συντροφιά νεαρών.
Ο «ξανακερδισμένος» χρόνος
Είναι αδύνατον να συνοψίσει κανείς το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Oχι τόσο για το μέγεθός του (είναι το μεγαλύτερο μυθιστόρημα που έχει γραφτεί) αλλά επειδή η αφήγηση μεταμορφώνεται συνεχώς δημιουργώντας έναν κόσμο σκιόφωτος και απανωτών αποχαιρετισμών. Ακόμη και σήμερα, που έχουν γίνει τόσα και τόσα στον τομέα της αφήγησης, το μυθιστόρημα διατηρεί τον πειραματικό του χαρακτήρα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι μπορεί να διαβαστεί μόνο από μια μικρή μερίδα αναγνωστών, ανεξαρτήτως του ότι πολλοί απ’ όσους το θεωρούν δύσκολο κι «αδιάβαστο» παρασύρονται απλώς από το μέγεθός του.
Οι συνεχείς αφηγηματικές μεταμορφώσεις, βέβαια, δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχει διήκουσα γραμμή ή ένας κεντρικός άξονας. Αυτός είναι, σε αδρές γραμμές, η ιστορία ενός ατόμου (του Προυστ) που ξεκινά από τα παιδικά του χρόνια και προχωρώντας στην περίοδο της ενηλικίωσης και της ωριμότητας ανακαλύπτει ποια είναι η πραγματική του κλίση: να γίνει συγγραφέας. Αυτή είναι η αναζήτηση, αυτός είναι ο «χαμένος» – και μέσω της αναζήτησης «ξανακερδισμένος» – χρόνος, που είναι τελικά και χαμένος και σπαταλημένος, αλλά επανέρχεται και ζωντανεύει μέσω της ανάκλησής του στο απέραντο τοπίο της μνήμης που ο Προυστ το ατένιζε μέσα από το απομονωμένο του δωμάτιο. Οπου τόποι απίστευτης ζωντάνιας (και χαρακτήρες το ίδιο) συνθέτουν το πιο φιλόδοξο αριστούργημα μυθοπλασίας που γράφτηκε ποτέ.
Μεγεθυντικό μαγικό κάτοπτρο
Κάθε μεγάλο έργο μάς κάνει να σκεφτούμε κι άλλα, εκτός από αυτά που περιγράφει ή περικλείει. Πολλοί άνθρωποι, όταν ενηλικιώνονται, απογοητεύονται με τη σκέψη ότι σπατάλησαν τον χρόνο τους και η ζωή τους πήγε χαμένη. Υπάρχει όμως τρόπος να το ξεπεράσουν, αν μπουν στη διαδικασία της δικής τους αναζήτησης, δηλαδή να ανακαλύψουν κι εκείνοι την πραγματική τους κλίση. Το είπε άλλωστε κι ο ίδιος ο Προυστ: οι αναγνώστες μου δεν είναι δικοί μου αναγνώστες αλλά αναγνώστες από μόνοι τους και το μυθιστόρημά μου δεν είναι παρά ένα μεγεθυντικό κάτοπτρο για να δουν τον εαυτό τους.
Περίπλοκο, αδιαπέραστο, απαγορευτικά εκτενές, ελιτίστικο, με άλλα λόγια, είναι οι χαρακτηρισμοί που έχουν δώσει πρόχειρα όσοι δεν έχουν την υπομονή να διαβάσουν το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο· που είναι μεν περίπλοκο αλλά διόλου ακατανόητο· εκτενές αλλά όχι ελιτίστικο. Η ανάγνωσή του απαιτεί χρόνο, είναι μια γοητευτική περιπέτεια μακράς διάρκειας σ’ ένα βιβλίο που στοχεύει στο διηνεκές αποκωδικοποιώντας με μαγικό τρόπο το εφήμερο. Το ολοκληρώνει κανείς και ανακαλεί συχνά κάποιες από τις πλέον αξιομνημόνευτες στιγμές του· και τότε ανατρέχει ξανά στις σελίδες του. Είναι λες κι ο συγγραφέας του δεν το έγραψε για να διαβαστεί, αλλά για να ξαναδιαβαστεί.
Ο Προυστ στα ελληνικά
Το έργο του Προυστ μεταφράστηκε σχεδόν στο σύνολό του στη χώρα μας – και ήταν φυσικό. Σε γενικές γραμμές καλά και πολύ καλά, ως εξαιρετικά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, που τη μετάφρασή του, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της, την οφείλουμε στον αείμνηστο Παύλο Ζάννα, που την άρχισε το 1969 στη φυλακή, τον καιρό της δικτατορίας, καταδικασμένος το 1968 σε 10,5 χρόνια φυλάκιση για αντιστασιακή δράση (τη συμμετοχή του στη «Δημοκρατική άμυνα»), και τη συνέχισε μετά την αποφυλάκισή του το 1972 λόγω ανηκέστου βλάβης και την αποκατάσταση της δημοκρατίας αργότερα. Δεν πρόλαβε να την ολοκληρώσει γιατί πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1989. Την ολοκλήρωσή της, ευτυχώς, ανέλαβε με μεγάλη επιτυχία ο Παναγιώτης Πούλος, και έτσι τώρα το έργο υπάρχει πλήρες και εξαιρετικά μεταφρασμένο στη γλώσσα μας. Οσο για το ερώτημα πώς θα έπρεπε να τιμήσουμε τα εκατό χρόνια από τον θάνατο του Μαρσέλ Προυστ, η απάντηση νομίζω πως είναι μόνο μία: διαβάστε τον.