Πάνε εκατό χρόνια από τον θάνατο του Φραντς Κάφκα στο Κλοστερνόιμπεργκ της Αυστρίας στις 3 Ιουνίου 1924. Για το έργο του έχουν ειπωθεί σχεδόν τα πάντα, κι όμως εξακολουθεί να σχολιάζεται, να κρίνεται και να ερμηνεύεται, αποδεικνύοντας πόσο σύγχρονος παραμένει αυτός ο μεγάλος συγγραφέας, που εξακολουθεί να διαβάζεται χωρίς να γεννά την αίσθηση ότι έχει ξεπεραστεί, ακόμη και στα πιο σύντομα διηγήματα, τις επιστολές και τα ημερολόγιά του.
Η απαράμιλλη γοητεία που ασκεί στον αναγνώστη είναι παράλληλη της τεράστιας επίδρασης που άσκησε και εξακολουθεί να ασκεί στους μεταγενέστερους. Διαβάζοντας κανείς τα δικά του κείμενα και ένα μέρος τουλάχιστον των όσων έγραψαν γι’ αυτόν μεγάλες προσωπικότητες των γραμμάτων διαπιστώνει ότι υπάρχουν πολλοί Κάφκα – και ταυτοχρόνως ένας – σε ό,τι αφορά τον δυτικό κόσμο τουλάχιστον, αλλά όχι μόνον. Ακόμη κι ο Χαρούκι Μουρακάμι, ο διασημότερος ιάπωνας συγγραφέας, έχει επηρεαστεί βαθιά από τον Κάφκα, όπως αποδεικνύεται από το μυθιστόρημά του Ο Κάφκα στην ακτή, όπου οι γάτες μιλούν και τα ψάρια πέφτουν από τον ουρανό, σε μια απολύτως καφκική σκηνοθεσία. Δεν είναι επομένως τυχαίο που του απονεμήθηκε το «Βραβείο Κάφκα» της τσεχικής κυβέρνησης, ούτε και το ότι ο ίδιος «βάφτισε» Κάφκα τον γάτο του.
Στον τοίχο του χρόνου
Αν ο Κάφκα δεν είχε γράψει τίποτε άλλο εκτός από τη Μεταμόρφωση, θα είχε και μόνο με αυτή τη νουβέλα τη θέση του στα παγκόσμια γράμματα. Και από αυτήν νομίζω ότι θα πρέπει να ξεκινήσει ο αναγνώστης που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με την πεζογραφία του. Είναι η είσοδος στο υπόλοιπο έργο του. Εδώ ο πρωταγωνιστής Γκρέγκορ Σάμσα ξυπνάει ένα πρωί και διαπιστώνει ότι έχει μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο σκαθάρι. Δεν έχει συμβεί ξανά στην παγκόσμια λογοτεχνία ένας άνθρωπος να εκπίπτει σε τρομοκρατημένο παράσιτο. Αυτή η τρομερή αλληγορία δημιουργεί πολλαπλούς συνειρμούς· αρκεί μόνο να θυμηθούμε πως οι Ναζιστές αποκαλούσαν «παράσιτα» όσους έστελναν στους θαλάμους αερίων των στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Διαβάζοντας κανείς τα δικά του κείμενα και ένα μέρος όσων γράφτηκαν γι’ αυτόν διαπιστώνει ότι υπάρχουν πολλοί Κάφκα – και ταυτοχρόνως ένας.
Η μεταμόρφωση του Σάμσα ερμηνεύτηκε μεταπολεμικά με πολλούς τρόπους – και ενίοτε παραμορφώθηκε. Αλλά, όπως είπε ο συγγραφέας Βάλτερ Μους, «ακόμη κι ένας τόσο μοναχικός ποιητής, όπως ο Κάφκα, δεν μπορεί να αποφύγει την παραμόρφωσή του σε μια φανταστική σκιά πάνω στον τοίχο του χρόνου».
Σαρτρ και Καμί
Το διασημότερο έργο του Κάφκα είναι ασφαλώς η Δίκη, έργο που επέδρασε καταλυτικά στη Ναυτία, το σημαντικότερο μυθιστόρημα του Σαρτρ. Ο Γιόζεφ Κ, ο πρωταγωνιστής της Δίκης ένα ωραίο πρωί, χωρίς να έχει κάνει τίποτε κακό, συλλαμβάνεται. Ολη του η προσπάθεια από εκεί και πέρα είναι να μάθει για ποιον λόγο δικάζεται, ποιοι είναι οι δικαστές και τι πρέπει να κάνει. Η δίκη είναι ατελεύτητη και αιτιολογημένη απόφαση για την καταδίκη του δεν υπάρχει. Ζει μέσα σ’ ένα απέραντο δικαστήριο που δεν το βλέπει. Η υποταγή του στο αόρατο δικαστικό σύστημα δεν επιτυγχάνεται μέσω της βίας αλλά του αισθήματος ενοχής που τον καταλαμβάνει, το οποίο πολλαπλασιάζεται όσο προχωρεί η αφήγηση. Και ξαφνικά διαπιστώνουμε ότι όλος ο κόσμος έχει μεταβληθεί σε δικαστήριο.
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί η δισημία του τίτλου στο πρωτότυπο: Der Process δεν σημαίνει μόνο «δίκη» αλλά και «διαδικασία». Με βάση την τελευταία, η αναγκαιότητα μετατρέπεται σε μια σκοτεινή θρησκεία και ταυτίζεται με το ψεύδος. Κι αυτό εξηγεί γιατί ο Κάφκα θεωρείται – δικαίως – ως μείζων ποιητής της αλλοτρίωσης. Παραπέμπει, πέραν αυτού, στη φύση των Δικών της Μόσχας και στο κλίμα που επικρατούσε στην ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια της σταλινικής εποχής, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των επιζώντων.
Οπως συμβαίνει με όλους τους μεγάλους συγγραφείς, ο Κάφκα διέθετε και το ένστικτο, που διακρίνει τα ζώα, και το προαίσθημα, που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο.
«Στη «Δίκη» αναγνωρίζουμε την Ιστορία» έλεγε για εντελώς διαφορετικούς λόγους ο Σαρτρ, αντιφάσκοντας ταυτοχρόνως, αφού υποστήριζε πως «τα μυθιστορήματα είναι μηχανισμοί από τους οποίους διαχέονται ψευδή μηνύματα στον κόσμο». Τα παραπάνω δεν αναιρούν το γεγονός ότι ο Αντριάν Ροκαντέν, ο κεντρικός του χαρακτήρας στη Ναυτία, είναι ένας καφκικός αντιήρωας. Καφκικός αντιήρωας είναι και o Μερσώ στον Ξένο του Καμί, ο Αραβας που σκοτώνει από άγχος. Εδώ έχουμε μια εντυπωσιακή μεταφορά: το άγχος (το κεντροευρωπαϊκό Angst) μεταφέρεται από τον Καμί στο μεσογειακό τοπίο. Αλλά καφκικές επιδράσεις θα βρούμε και σε άλλα του έργα: στην Πτώση και ιδίως στο καλύτερο θεατρικό του έργο, την Παρεξήγηση. Η ανθρώπινη κατάσταση υπερβαίνει την κατάθλιψη ή την τραγωδία, επειδή είναι παράλογη.
Στο έργο του Μπέκετ
Για τον Κάφκα η ατέλεια και το μεγάλο τίποτα του κόσμου οφείλονται στο ότι ο Θεός βρισκόταν σε κακή μέρα όταν δημιούργησε την ανθρωπότητα. Επομένως, και η λογοτεχνία δεν εκφράζει τίποτα, αλλά ο καλλιτέχνης θα πρέπει να προσπαθήσει να εκφραστεί. Θα το συναντήσουμε ακόμη πιο έκτυπα από τον Σαρτρ και τον Καμί στο έργο του Μπέκετ. Ο συγγραφέας του Περιμένοντας τον Γκοντό γράφει αλλού: «Δεν μπορώ να συνεχίσω· θα συνεχίσω». Τα «πατήματα» του Κάφκα τα συναντούμε όχι μόνο στο θέατρο αλλά και στα μυθιστορήματα του Μπέκετ, όπως στον Ακατονόμαστο και στο Ο Μαλόν πεθαίνει, δίπλα στα οποία θα πρέπει να βάλουμε και τις συγκλονιστικές του μικρές πρόζες: τους Συριγμούς και πρωτίστως τα Κείμενα για το τίποτε.
Ο Μπέκετ, όπως κι ο Κάφκα, ήταν «αταίριαστος καλλιτέχνης» κατά τον Τζ. Μ. Κούτσι. Συγκρίνοντας μάλιστα τις φωτογραφίες τους παρατηρεί ότι αυτό που κυριαρχεί και στους δύο είναι ένα «ψυχρό άστρο». Το άστρο όμως για το Κάφκα ήταν ένας άλλος, ο δανός φιλόσοφος Σέρεν Κίρκεγκορ, για τον οποίο είπε: «Ο Κίρκεγκορ είναι ένας αστέρας, όμως λάμπει πάνω από μια περιοχή που σ’ εμένα δεν είναι προσβάσιμη».
Για τον Κάφκα η ατέλεια και το μεγάλο τίποτα του κόσμου οφείλονται στο ότι ο Θεός βρισκόταν σε κακή μέρα όταν δημιούργησε την ανθρωπότητα.
Το μεγαλείο του Κάφκα οφείλεται, ανάμεσα στα άλλα, πως μας έκανε να δούμε στο σκοτάδι. Τα εφιαλτικά του οράματα μπορεί να προέκυψαν από τα ψυχικά του τραύματα και τις νευρώσεις του, αλλά οφείλονται και στη δύναμή του να πάει πέρα από το παρόν και να μας κάνει να δούμε αυτό το σκοτάδι, που θα έμενε απαγορευμένο στον άνθρωπο ο οποίος στέκεται μπροστά στην Πύλη του Νόμου, που φρουρεί ένας φύλακας. Οταν χρόνια αργότερα ο σκωτσέζος ψυχίατρος Ρόναλντ Λενγκ έλεγε πως «νόμος είναι η τρομοκρατία εκφρασμένη σε λέξεις» προέβαινε σε μια παρατήρηση επί της ουσίας καφκική.
Η γραφή ως προϋπόθεση ζωής
Δύσκολα θα συναντήσουμε συγγραφέα που ό,τι έγραψε είναι αναπόσπαστο τμήμα του έργου του και σχεδόν ίσης αξίας με τη Μεταμόρφωση, τη Δίκη, τον Πύργο, την Αποικία των τιμωρημένων και πλήθος άλλα. Οι επιστολές του στη Φελίτσε είναι υψηλή λογοτεχνία. Το ίδιο ισχύει και για μεγάλο μέρος των ημερολογίων του. Η πράξη της γραφής ήταν προϋπόθεση της ζωής του, δηλαδή η ίδια η ζωή του.
Τα κείμενα του Κάφκα διακρίνονται από απίστευτη οικονομία (δεν μπορείς να τους αφαιρέσεις ούτε μία λέξη) και η γλώσσα του κόβει σαν διαμάντι. Σε κανέναν άλλον συγγραφέα το τραγικό και το κωμικό στοιχείο δεν συνδυάζονται με τη δική του μαεστρία. Οπως συμβαίνει με όλους τους μεγάλους συγγραφείς διέθετε και το ένστικτο, που διακρίνει τα ζώα, και το προαίσθημα, που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο. Το τελευταίο παραπέμπει σε μια γνώση του μέλλοντος, άδηλη μεν αλλά υπαρκτή. Γι’ αυτό και σήμερα βλέπουμε πίσω από τα κείμενά του να υψώνονται οι σκιές των στρατοπέδων συγκέντρωσης, των ανακρίσεων και των βασανιστηρίων.
Ακόμη και οι παροτρύνσεις των τελευταίων ετών να καταφύγουμε στη σιωπή προϋπάρχουν στο καφκικό έργο, όπως στο διήγημά του «Γιοζεφίνε η αοιδός», όπου η τραγουδίστρια είναι μάλλον μια ποντικίνα που μας γοητεύει με την ηρεμία της βαθιάς και αδύναμης φωνής της.
Τι θα ήταν άραγε η Φάρμα των ζώων του Οργουελ αν δεν είχε προηγηθεί το ανθρωπομορφικό σύμπαν πολλών καφκικών διηγημάτων, ή το 1984 του ίδιου και ο Θαυμαστός καινούργιος κόσμος του Χάξλεϊ αν δεν είχε προϋπάρξει η Δίκη; Ή το Εμείς του Ζαμιάτιν χωρίς τη «Σωφρονιστική αποικία»; Δεν υπάρχει ούτε ένας πεζογράφος του 20ού αιώνα που να επηρέασε τόσους και τόσο πολύ όσο ο Κάφκα. Και κανείς δεν διαβάζεται με το ίδιο αμείωτο ενδιαφέρον.
Κλασικός και σύγχρονος
Ο Γκέοργκ Λούκατς στο εξαιρετικά ενδιαφέρον δοκίμιό του «Φραντς Κάφκα ή Τόμας Μαν;» γράφει πως το περιεχόμενο στο έργο του Κάφκα καθορίζει την αισθητική φόρμα, κι αυτό τον κατατάσσει στους μεγάλους ρεαλιστές. Γνωρίζουμε βέβαια πόσο ο ρεαλισμός στοίχειωσε τη λεγόμενη μαρξιστική κριτική, που αντιμετώπιζε τη λογοτεχνία ως μια απλή – και μονοδρομημένη – μορφή γνώσης, γι’ αυτό κι όταν πρωτοεκδόθηκε ο Κάφκα στην ΕΣΣΔ το 1965 προκάλεσε σοκ, ιδίως ανάμεσα στους συγγραφείς εκ των οποίων πολλοί δεν είχαν καν ακούσει ως τότε το όνομά του. Για τον Τζορτζ Στάινερ όμως ο Κάφκα ήταν εξπρεσιονιστής. Αλλά ο συγγραφέας της «Δίκης» ήταν και τα δύο – κι άλλα πολλά. Και δεν χωράει ούτε σε συστήματα ούτε σε σχολές και σχήματα που εξυπηρετούν πρωτίστως τους ερμηνευτές.
Το φαινόμενο Κάφκα είναι μοναδικό. Ο μεγάλος συγγραφέας ήταν Ευρωπαίος, απολύτως σύγχρονος, γι’ αυτό και διαβάζεται ακατάπαυστα, και ταυτοχρόνως κλασικός γιατί αποτελεί ορόσημο τόσο για τη λογοτεχνία όσο και για την τέχνη στο σύνολό της· καθώς και για την κοινωνιολογία και την πολιτική, απόδειξη ότι σήμερα πολλοί βρίσκουν μέσα στο έργο του τους μηχανισμούς στους οποίους βασίζονται οι μυστικές υπηρεσίες και τα ανακριτικά συστήματα όχι μόνο των ολοκληρωτικών καθεστώτων αλλά ως έναν βαθμό και των σύγχρονων δημοκρατιών.