Roberto Bolano
Λούμπεν μυθιστορηματάκι
Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις Aγρα, 2018
σελ. 124, τιμή 11,90 ευρώ
Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο (1953-2003), ένας από τους διασημότερους σύγχρονους χιλιανούς και τους σημαντικότερους ισπανόφωνους λογοτέχνες, άρχισε τη συγγραφική του πορεία στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ενα από τα πρώτα του έργα ήταν το Συμβουλές ενός οπαδού του Μόρισον σε έναν φανατικό του Τζόυς (το έγραψε μαζί με τον Καταλανό Αντονι Γκαρσία Πόρτα), ένα αστυνομικό μυθιστόρημα χωρίς αστυνομικούς. Μολονότι δεν έχει γράψει ούτε καθαρό αστυνομικό ούτε γνήσιο νουάρ, στα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του υπάρχουν θέματα που έχουν δράση, βία, βαναυσότητα, εγκλήματα, αλλά και έρωτες, απογοητεύσεις και μια απροσδιόριστη μελαγχολία. Τα πιο «αστυνομικά» του μυθιστορήματα είναι το Μακρινό αστέρι (μετάφραση Αγγελική Αλεξοπούλου, Καστανιώτης, 2007), όπου ένας δολοφόνος που έχει βασανίσει και σκοτώσει ανθρώπους κατά την περίοδο της δικτατορίας του Πινοτσέτ βρίσκεται σε διαρκή φυγή, και το Παγοδρόμιο (μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος, Αγρα, 2016), στο οποίο τρεις άνδρες αφηγούνται τη σχέση τους με τον ανεξήγητο φόνο μιας ηλικιωμένης.
Το Λούμπεν μυθιστορηματάκι είναι το τελευταίο έργο που εξέδωσε ο Μπολάνιο προτού πεθάνει. Σε αυτό, μια γυναίκα, η Μπιάνκα, εξιστορεί τη σκληρή ενηλικίωσή της στη Ρώμη. Μετά τον θάνατο των γονιών της σε τροχαίο, η νεαρή κοπέλα μένει μόνη με τον μικρότερο αδελφό της δουλεύοντας σε κομμωτήριο, ενώ αυτός εργάζεται σε γυμναστήριο. Μια μέρα εμφανίζονται στο σπίτι δύο παράξενοι τύποι, ένας Ιταλός από την Μπολόνια κι ένας Λίβυος. Σιγά-σιγά, κι ενώ ο αδελφός αδιαφορεί (ή μήπως δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά;), η Μπιάνκα γίνεται το ερωτικό αντικείμενο του πόθου των δύο τύπων που σχεδιάζουν ένα έγκλημα ώστε να αποκτήσουν χρήματα αναγκαία για την επιβίωσή τους. Θύμα τους, σύμφωνα με το σχέδιο, στο οποίο η Μπιάνκα περιέργως δεν εκφράζει καμιά αντίρρηση, είναι ή πρόκειται να γίνει ένας ηλικιωμένος και τυφλός ηθοποιός που κάποτε δοξάστηκε και πλούτισε στον ρόλο του Μασίστα, του άντρα που πάλευε εναντίον πολλών εχθρών και τους νικούσε.
Ο ρόλος της Μπιάνκα είναι να εκμεταλλευτεί την τυφλότητα του Μασίστα και να εντοπίσει στο απομονωμένο σπίτι του το χρηματοκιβώτιο, όπου αυτός έχει φυλαγμένα χρήματα και κοσμήματα. Υπάρχει όμως χρηματοκιβώτιο ή όχι; Ψάχνοντας να το βρει, η Μπιάνκα στοχάζεται πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και κυρίως στη δική της σχέση με τον ηλικιωμένο ηθοποιό που απολαμβάνει τα κάλλη της. Ανεξάρτητα από την ύπαρξη του χρηματοκιβωτίου, αντικειμένου πάνω στο οποίο στηρίζεται η πλοκή του μυθιστορήματος – θυμίζει αμυδρά το Κιβώτιο του Αρη Αλεξάνδρου που το μεταφέρουν με ζήλο μερικοί αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, νομίζοντας πως περιέχει έγγραφα υψίστης αξίας και τελικά αποδεικνύεται πως είναι άδειο -, ο Μπολάνιο δημιουργεί μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα. Τι έγινε σε εκείνο το σπίτι;
Ο αναγνώστης πέφτει από έκπληξη σε έκπληξη, περιμένοντας να γίνει κάτι εντυπωσιακό, αφού στην αρχή η Μπιάνκα λέει: «Τώρα είμαι μητέρα και είμαι επίσης παντρεμένη γυναίκα, αλλά δεν πάει πολύς καιρός που ήμουν εγκληματίας». Επίσης: «…αλλά εγώ δεν είμαι πουτάνα, εγκληματίας έγινα, όχι όμως πουτάνα». Ποιο είναι άραγε το έγκλημά της; Σελίδα τη σελίδα η ηρωίδα περιγράφει τις φοβίες της και τον φόβο της μη συμβεί καμιά συμφορά, τον φόβο για τη μοίρα του αδελφού της, που είναι αθώος, τον φόβο μη γίνει πόρνη. Ταυτόχρονα εκφράζει τη θλίψη της για τη ζωή της, μιλάει για την ανημπόρια της, για τον Μασίστα που κινδυνεύει. Ολα είναι ρευστά, άδηλα, μυστηριακά. Η γραφή του Μπολάνιο, καθώς στήνει το σκηνικό του εγκλήματος μέσα σε ένα απειλητικό περιβάλλον είναι χωρίς καμία επιτήδευση, σχεδόν καθηλωτική και οπωσδήποτε σαγηνευτική.