Ενας μαθητής της δεύτερης τάξης, στις αρχές του περασμένου αιώνα, σε μια χώρα της Κεντρικής Ευρώπης, γράφει μια έκθεση με θέμα την αγαπημένη του πατρίδα. Οπως αντιλαμβάνεστε, αναφέρει πολλά και προβλεπόμενα, για τη δημοκρατία, την ελευθερία, την αξιοπρέπεια, τον ζήλο με τον οποίο σκόπευε να την υπηρετήσει, εκείνη τη λαμπρή, περήφανη, προτεσταντική πατρίδα. Στο ίδιο κείμενο ωστόσο προβαίνει και σε μια παρέκκλιση που σχετίζεται με τον χαρακτήρα του. Οι αράδες αυτές είναι, εν προκειμένω, και οι πλέον ενδιαφέρουσες. «Πόσο λαχταρώ να αποδράσω από αυτή την άγουρη ηλικία και να εισέλθω στη μεγάλη ζωή των ενηλίκων, με τις μεγάλες της απαιτήσεις, θύελλες, ιδέες και πράξεις. Κι εγώ κάθομαι εδώ σαν αλυσοδεμένος. Νιώθω σαν να είμαι ένας ενήλικος, συνετός άνθρωπος, και μόνο στον καθρέφτη, που αντανακλά το είδωλό μου, πείθομαι για την ασήμαντη νεότητά μου» εξομολογείται ο Φριτς Κόχερ.
Η τραγική ειρωνεία είναι ότι, προς το τέλος της έκθεσης, εκφράζει και την ελπίδα του για το μέλλον. «Είμαι ευτυχισμένος που έχω ακόμα μπροστά μου μια τόσο όμορφη ζωή» διαβάζουμε, αλλά λυπούμαστε, λυπούμαστε και πάλι δηλαδή, επειδή, παρότι είχαμε για τα καλά παρασυρθεί από τις εκθέσεις του, τις σκέψεις και τις παρατηρήσεις του, θυμόμαστε ακαριαία την εναρκτήρια φράση του βιβλίου, από την οποία έχουμε ήδη μάθει ότι ο καημένος, ο δύσμοιρος Φριτς Κόχερ δεν βρίσκεται πια ανάμεσα στους ζωντανούς. «Το αγόρι που έγραψε τούτες τις εκθέσεις πέθανε αμέσως μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο». Λοιπόν, το θλιβερό γεγονός αποκαλύπτει στην εισαγωγή του ο αφηγητής, ο οποίος υποτίθεται ότι με πολύ κόπο κατάφερε να πείσει τη μητέρα του μαθητή να τον αφήσει να δημοσιεύσει αυτούσιες τις σχολικές εργασίες του νεκρού της γιου. Προειδοποιεί μάλιστα τους επίδοξους αναγνώστες να μην παραξενευτούν από την όποια ιδιαιτερότητά του, καθότι «ένα αγόρι μπορεί να μιλάει πολύ σοφά και πολύ ανόητα σχεδόν ταυτόχρονα».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος