Τον Οκτώβριο του 1945, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ζορζ Σιμενόν εγκατέλειψε οικογενειακώς την Ευρώπη και βρέθηκε στη Νέα Υόρκη. Πήγε για λίγο στον Καναδά, όπου γνώρισε τη δεύτερη σύζυγό του και έζησε μερικά χρόνια στη Φλόριντα, στην Αριζόνα και στο Κονέκτικατ. Τον Μάρτιο του 1955 επέστρεψε στην Ευρώπη και εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. Ενα από τα πολλά και εξαιρετικά μυθιστορήματα που έγραψε στις Ηνωμένες Πολιτείες (Κονέκτικατ, 1954) είναι Ο ωρολογοποιός του Εβερτον (εκδ. Αγρα) που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1974 από τον Μπερτράν Ταβερνιέ με τον Φιλίπ Νουαρέ στον ρόλο του πρωταγωνιστή.
Στην ουσία το μυθιστόρημα δεν ανήκει στο λογοτεχνικό είδος που περιέχει μυστήρια, έρευνα και ανακρίσεις, ούτε στα σκληρά αστυνομικά του συγγραφέα. Σε αυτό ο αναγνώστης διακρίνει μία από τις γνωστές θεωρίες του Σιμενόν, ο οποίος σε συνέντευξή του είχε πει ότι «ο άνθρωπος είναι άσχημα εξοπλισμένος για να αντιμετωπίσει τη ζωή» και ότι «υπάρχουν άνθρωποι τους οποίους σπρώχνει στο έγκλημα η κοινωνία». Στην ίδια συνέντευξη είχε δηλώσει: «Δεν είναι τυχαίο που η μαφία στην Αμερική γεννήθηκε στην πιο φτωχή περιοχή της Νέας Υόρκης, στο Μπρούκλιν, όπου οι μικροί αλήτες μαχαιρώνονταν στον δρόμο».
Κεντρικός ήρωας στην ιστορία είναι ο Ντέιβ Γκάλοουεϊ, ο οποίος έχει ωρολογοποιείο σε ένα χωριό, στο Εβερτον στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Μετά τη φυγή της γυναίκας του, ο Ντέιβ έχει αφοσιωθεί στην ανατροφή του γιου του. Μια μέρα ο δεκαεξάχρονος Μπεν δεν γυρίζει στο σπίτι και ο Ντέιβ πληροφορείται πως καταζητείται για φόνο από την αστυνομία: μαζί με μια νεαρή φίλη του, τη Λίλιαν, σκότωσαν έναν άνδρα με σφαίρα μέσα στο αμάξι του. Γεμάτος αντιφατικά συναισθήματα, αλλά βαθιά αγάπη για τον παραστρατημένο γιο, μετά τη φυλάκιση του Μπεν ο Ντέιβ προσπαθεί να του συμπαρασταθεί, εκείνος όμως δεν θέλει να τον δει και αυτός επιχειρεί να μπει στον ψυχισμό του και να τον κατανοήσει.
«Ο Αντρέ Ζιντ είχε υποστηρίξει πως κάποια από τα μυθιστορήματα του Σιμενόν είναι πιο προχωρημένα από τον Ξένο του Αλμπέρ Καμί.»
Στο παρόν μυθιστόρημα ο Σιμενόν πραγματεύεται το θέμα πατέρα και γιου, του υπεύθυνου πατέρα που νιώθει ευτυχισμένος μεγαλώνοντας τον γιο του. Ο Ντέιβ αναρωτιέται. Είχε κάνει ό,τι ήταν δυνατόν για να τον προστατέψει; Τον είχε μεγαλώσει σωστά; Πώς άλλαξε ο Μπεν από τη μια μέρα στην άλλη; Μήπως το έγκλημα που διέπραξε το θεώρησε ως επαναστατική πράξη; Ο Ντέιβ είχε παντρευτεί τη μητέρα του Μπεν κόντρα στην επιθυμία της δικής του μητέρας, νομίζοντας πως αυτό ήταν επανάσταση.
Σημειώνουμε πως ο Σιμενόν έζησε μια θυελλώδη ερωτική ζωή, έκανε γάμους, πήρε διαζύγια και απέκτησε παιδιά – το 1978 η μοναδική κόρη του, η Μαρί-Τζο, αυτοκτόνησε. Τελειώνοντας, να θυμίσουμε ότι ο Αντρέ Ζιντ είχε υποστηρίξει πως κάποια από τα μυθιστορήματα του Σιμενόν είναι πιο προχωρημένα από τον Ξένο του Αλμπέρ Καμί – ο ήρωας του Καμί, ο Μερσό, σκοτώνει άνευ λόγου έναν Αραβα, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ο Ζιντ έχει γράψει: «Θεωρώ τον Σιμενόν έναν μεγάλο μυθιστοριογράφο, ίσως τον πιο γνήσιο που έχουμε στη σύγχρονη γαλλική λογοτεχνία».