Το Κακό φωλιάζει σε κάθε σελίδα της πεζογραφίας (διηγήματα και μυθιστορήματα) της Μαρίας Κουγιουμτζή, κάνοντας κουρέλια τους ήρωές της και οδηγώντας τον ούτως ή άλλως στενόχωρο κόσμο τους στα όριά του. Ο ψυχικός και ο σωματικός θάνατος, σε συνδυασμό με τη σεξουαλική βία, την ηδονική επιδίωξη του πόνου και τον βασανισμό του έρωτα αποτελούν τα έκτυπα χαρακτηριστικά της ανθρωπολογίας της συγγραφέως, με τους ήρωές της να κινούνται υπό τη σκέπη ενός ασαφούς ιστορικού χρόνου, στο εσωτερικό του οποίου παρεισδύει κι ένα αμιγώς φανταστικό στοιχείο: δύσμορφες φιγούρες που σέρνονται στη γη και νεκροί που μιλούν με μιαν απόκοσμη λαλιά ή κυνηγούν δυναστικά (σαν να είναι ακόμη ζωντανοί) τη μνήμη των δικών τους. Το Κακό όμως θα εμφανιστεί στο έργο της Κουγιουμτζή και ως απολύτως πραγματική – και άκρως ανατριχιαστική – οντότητα: παιδιά που σκοτώνουν εν ψυχρώ τους γονιούς τους και αγόρια που πεθαίνουν φορώντας τα ρούχα της μάνας τους συν έναν δαιμονικό χορό αίματος, πόνου και διαστροφής, όπου κυριαρχεί η πυκνή εναλλαγή μανιώδους φαντασίας και ρεαλιστικής οντολογίας του οικτρού και του θηριώδους στοιχείου των ανθρώπων.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.