Η Ντόνια Βαλεντίνη αργοσβήνει από τον πυρετό, βρίσκεται στην κλίνη της, ετοιμοθάνατη. «Ο,τι κι αν γίνει, μη φτάσετε ποτέ να μισήσετε ο ένας τον άλλον» καταφέρνει να πει στα παιδιά της, την Αννα και τον Μιγκέλ, που κάθονται δίπλα της. «Αγαπιόμαστε» λέει η κόρη. «Το ξέρω» απαντά, πολύ απαλά, η μητέρα κι ύστερα σφαλίζει τα μάτια της για πάντα. Η Ντόνια Βαλεντίνη πεθαίνει γνωρίζοντας -διαισθανόμενη μάλλον – το είδος της αγάπης που δένει αδερφή και αδερφό. Είναι ό,τι θα τους παρασύρει, το ρίγος των σωμάτων και ο ίλιγγος των ψυχών, ένας έρωτας απόλυτος και αμοιβαίος, ένας έρωτας αιμομικτικός, σκανδαλώδης και αμαρτωλός για τους πολλούς, συντριπτικός και ολέθριος για τους ίδιους. Η ιστορία που πλάθει η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ σε τούτη τη νουβέλα υπό τον τίτλο Αννα, σορόρ… (εκδ. Αγρα) τοποθετείται κατά το πλείστον στη Νάπολη, αρχής γενομένης από τα τέλη του 16ου αιώνα, την περίοδο που η Ιερά Εξέταση, «άρτι εισαχθείσα στην Ιταλία, παραμόνευε τα παραμικρά σκιρτήματα της συνείδησης». Στην αρχή της αφήγησης συναντούμε και τον πατέρα της οικογένειας, τον μαρκήσιο Ντον Αλβάρε, τον μισητό στους ντόπιους ισπανό διοικητή του Φρουρίου Σαντ Ελμο, ο οποίος κινείται μεταξύ των καθηκόντων που ορίζουν το αξίωμά του, η θρησκεία αλλά και η λαγνεία, καθότι, καθώς φημολογούνταν, είχε αδυναμία στις μαυριτανές πόρνες. Ωστόσο αυτός, εν προκειμένω, δεν διαδραματίζει κάποιον ιδιαίτερο ρόλο. Χρησιμεύει περισσότερο στη σκιαγράφηση του πλαισίου της εποχής.
Καταλύτης των εξελίξεων αποδεικνύεται ο θάνατος της πανέμορφης και άμεμπτης συζύγου του. Διότι μαζί με την Ντόνια Βαλεντίνη πεθαίνει και η τρυφερή οικειότητα μεταξύ Αννας και Μιγκέλ. Οι υποψίες και τα σημάδια, μέσα τους και γύρω τους, πολλαπλασιάζονται σαν τα φίδια. Δεν αργούν να πυκνώσουν οι ψυχοφθόρες αγωνίες τους, εκείνη η «αυστηρή αυτοσυγκράτηση», εκείνη η εύθραυστη σκληρότητα η οποία στρέφεται τόσο προς τον εαυτό όσο και προς το αντικείμενο του πόθου, και, κυρίως, να ξεκινήσει και για τους δυο εκείνη η μεγάλη, άνιση και τρομερή, μάχη προκειμένου να αποφευχθεί «το ανεπανόρθωτο». Μέχρι το τέλος περίπου, η Γιουρσενάρ δεν μας αφήνει, σκοπίμως, να εξακριβώσουμε εντελώς την ακολουθία των γεγονότων που θα αποδείκνυαν πότε και πώς επιβλήθηκε «η οικουμενική δύναμη της σάρκας» πάνω στους δύο νεαρούς πρωταγωνιστές. Αλλωστε το κείμενο αυτό, μια ιστορία για την ανομολόγητη συνθήκη μιας «τραγικής ευτυχίας» την οποία στεφανώνουν η μοναξιά και το πένθος, είναι δοσμένο με μαεστρική και ποιητική εμμεσότητα, είναι καμωμένο από φασματικές παρουσίες (κατά το πρότυπο του Γκρέκο) και θροΐσματα σιωπών. Κάποια στιγμή, μια εξόχως κρίσιμη στιγμή, ο Μιγκέλ θα ανοίξει μια λατινική μετάφραση της Βίβλου και θα διαβάσει ένα απόσπασμα από τα βιβλία των Βασιλειών, όπου αναφέρεται η ασέλγεια του Αμνών πάνω στην αδερφή του τη Θημάρ. «Ενα ενδεχόμενο που δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό εμφανίστηκε ως πιθανή επιλογή», προκαλώντας του φρίκη, την οποία ωστόσο αφανίζει στην πορεία μια ανεξέλεγκτη «μανία ασωτίας», οδηγώντας αναπόδραστα τον Μιγκέλ, και παράλληλα την Αννα, προφανώς, ως εκεί που δεν θα μπορούσε να υπάρξει επιστροφή.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.