Τα αποφθέγματα, τα γνωμικά και οι αφορισμοί διαβάζονταν επί αιώνες – και εξακολουθούν να διαβάζονται – με μεγάλη ευχαρίστηση. Οχι μόνο γιατί αποτελούν τα δείγματα «συμπυκνωμένης σοφίας» αλλά και επειδή μας βοηθούν να αντιμετωπίζουμε τα σύνθετα έργα με κριτική ματιά και, θα λέγαμε, με μεγαλύτερη ευαισθησία εξαιτίας της πρωτοτυπίας και του ανατρεπτικού τους χαρακτήρα. Μπορεί κανείς να τα αποσπάσει από εκτενέστερα κείμενα, όμως δεν είναι λίγα τα όσα λειτουργούν αυτόνομα παραπέμποντας ταυτοχρόνως το ένα στο άλλο. Στη δυτική κουλτούρα έχουμε πλήθος λαμπρά παραδείγματα: τον Λα Ροσφουκό τον 17ο αιώνα, τον Σαμφόρ, τον Βοβενάργκ και τον Λίχτενμπεργκ τον 18ο, τον Αμβρόσιο Μπιρς (αλλά και τον Ροΐδη) τον 19ο, τον Καρλ Κράους, τον Εμίλ Σιοράν και τον Ελίας Κανέτι τον 20ό – για να μείνω στους αντιπροσωπευτικότερους, ή τουλάχιστον σε όσους είναι λίγο-πολύ γνωστοί στη χώρα μας. Ο Γκέοργκ Κρίστοφ Λίχτενμπεργκ είναι η πιο ιδιάζουσα περίπτωση, που προκάλεσε το ενδιαφέρον δύο προσωπικοτήτων τόσο διαφορετικών μεταξύ τους: του Παναγιώτη Κονδύλη, ο οποίος πρώτος μετέφρασε μέρος από τις σημειώσεις του δίνοντας βαρύτητα σε όσες είχαν κοινωνικό και φιλοσοφικό περιεχόμενο, και του Ε.Χ. Γονατά, που ακολούθησε επιλέγοντας όσες θεώρησε ως τις πιο ποιητικές.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.