Εrich Κastner
Στο χείλος της αβύσσου. Η πλήρης έκδοση του «Φάμπιαν»
Μετάφραση Αντζη Σαλταμπάση
Εκδόσεις Πόλις, 2018
σελ. 348, τιμή 16 ευρώ
«Τριάντα δύο ετών, χωρίς σταθερό επάγγελμα, διαφημιστής για την ώρα, καρδιακός, καστανός». Ετσι μας συστήνεται ο Φάμπιαν, κεντρικός χαρακτήρας του ομώνυμου μυθιστορήματος του Εριχ Κέστνερ, που σήμερα αναγνωρίζεται ως ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα ευρωπαϊκά μυθιστορήματα του Μεσοπολέμου. Τον συναντούμε από το πρώτο κεφάλαιο σε ένα καφενείο του Βερολίνου, να διαβάζει τα πρωτοσέλιδα των απογευματινών εφημερίδων.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1931, δύο χρόνια μετά το κραχ του 1929, δύο χρόνια πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης έχει αρχίσει να καταρρέει, η ανεργία και ο πληθωρισμός σαρώνουν τη Γερμανία, η πολιτική βία είναι καθημερινό φαινόμενο στην πόλη του Βερολίνου και οι άνθρωποι ζουν μέρα με τη μέρα χωρίς να ελπίζουν στο αύριο.
Κοινωνικό και πολιτικό χάος
Πώς μπορεί όμως κάποιος να έχει μια αξιοπρεπή ζωή ζώντας σ’ ένα κοινωνικό και πολιτικό χάος; Αυτό είναι το κύριο ερώτημα που προκύπτει από το μυθιστόρημα του Κέστνερ, που διαβάζεται απνευστί. Ο Φάμπιαν έχει εξαιρετική μόρφωση και κατέχει διδακτορικό δίπλωμα φιλολογίας – άρα μπορεί να καταλάβει καλύτερα από τον μέσο Γερμανό τα όσα συμβαίνουν γύρω του.
Ο υπότιτλος στην πρώτη έκδοση είναι χαρακτηριστικός: πρόκειται για την «ιστορία ενός ηθικολόγου». Λέγοντας «ηθικολόγος» ο συγγραφέας βέβαια εννοεί «ηθικός άνθρωπος» (που όμως ζει σε μια ανήθικη κοινωνία). Και είναι ανήθικη γιατί δεν έχει μέλλον και επομένως κανείς δεν εμποδίζεται από τις όποιες ηθικές αναστολές.
Εξωφρενικές σκηνές
Ο Φάμπιαν μαζί με τον φίλο του, Λαμπούντε, φοιτητή της ιατρικής, κινούνται στον κόσμο της νύχτας, όπου οι άνθρωποι, παραδομένοι στο ποτό και στις καταχρήσεις, δεν έχουν αναστολές και τίποτε δεν φαίνεται να έχει σημασία εκτός από την επιβίωση. Στο μυθιστόρημα παρουσιάζονται σκηνές απίστευτες για την εποχή. Η πόλη είναι γεμάτη πορνεία. Υπάρχει ακόμη και πορνείο για γυναίκες όπου μάλιστα μπορεί κανείς να παρακολουθεί νεαρούς (εικοσάρηδες) να συνευρίσκονται με ευκατάστατες ηλικιωμένες κυρίες. Το ανοίγει ένα από τα κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος, η Ιρένε Μολ, με τη βοήθεια κάποιου γνωστού της. Η Ιρένε Μολ κερδίζει αρκετά, το ίδιο και οι νεαροί, όπως και ο αστυνομικός της περιοχής που κάνει τα στραβά μάτια και έτσι με τα «φιλοδωρήματα» που παίρνει διπλασιάζει τον μισθό του.
Δεν είναι η μόνη από τις εξωφρενικές σκηνές που παρελαύνουν στην αφήγηση του Κέστνερ. Σε ένα καμπαρέ, λ.χ., εκείνοι που εκτελούν τα νούμερα είναι παράφρονες, αλλά αυτό δεν δυσαρεστεί τους θαμώνες – το αντίθετο.
Παραμορφωτικός καθρέφτης
Ο Φάμπιαν, που δεν θα έχει καλό τέλος, λειτουργεί ως παραμορφωτικός καθρέφτης της βερολινέζικης κοινωνίας σε μια εποχή βαθιάς παρακμής. Δεν είναι αθώος, αλλά και δεν έχει αλλοτριωθεί, ενώ προσπαθεί να μην εγκαταλείψει την ελπίδα πως μια καλύτερη κοινωνία είναι εφικτή, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είναι μελαγχολική φύση και απαισιόδοξος κατά βάθος. Γι’ αυτό, για παράδειγμα, ενώ είναι άνεργος αρνείται να εργαστεί για μια ακροδεξιά εφημερίδα. Είναι κι αυτός χαμένος μέσα στους πολλούς που αγωνίζονται να επιβιώσουν – αλλά διαφέρει. Γι’ αυτό και τα σαρκαστικά του σχόλια, όταν συζητεί με τους άλλους, μοιάζει να τα απευθύνει πρώτα στον εαυτό του.
Δεν είναι ο μόνος ευαίσθητος στο βιβλίο. Ακόμη πιο ευαίσθητος παρουσιάζεται ο φίλος του Λαμπούντε (που αυτοκτονεί), η μητέρα του και άλλα πρόσωπα, τα οποία ενώ είναι απολύτως αλλοτριωμένα δεν στερούνται ευαισθησίας σε κάποιες στιγμές. Ο κυνισμός εδώ είναι το προσωπείο της δυστυχίας.
Ο Φάμπιαν, όπως κι ο Κέστνερ, ανήκει στη γενιά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που σε μεγάλο ποσοστό εξολοθρεύτηκε στα χαρακώματα. Οι μισοί συμμαθητές του Κέστνερ είχαν σκοτωθεί. Κι όσοι επέζησαν, υποχρεώθηκαν να ζήσουν σε μια κοινωνία χωρίς μέλλον. Η ζωή είχε χάσει το νόημά της και αντικατασταθεί από την επιβίωση.
Ο Κέστνερ είναι καυστικός. Σε κάθε σελίδα. Να τι λέει, για παράδειγμα, ο Φάμπιαν στον Λαμπούντε: «Δεν ξέρω ποιος είπε ότι η δυστυχία που τη μοιράζεσαι είναι μισή δυστυχία, αλλά, αν αυτός ο βλάκας ζει ακόμα, του εύχομαι να παίρνει διακόσια μάρκα τον μήνα και να ‘χει οχτώ στόματα να θρέψει. Να διαιρεί τη δυστυχία του διά του οχτώ εις τον αιώνα τον άπαντα».
Λαϊκός συγγραφέας
Το μυθιστόρημα αυτό διαψεύδει τον κοινό τόπο ότι οι Γερμανοί δεν έχουν χιούμορ. Η σάτιρα του Κέστνερ δεν αφήνει αλώβητους όχι μόνο τους γραφειοκράτες, αλλά και τους διανοούμενους της εποχής. Κάποιοι από τους χαρακτήρες του βιβλίου είναι βασισμένοι σε πραγματικά πρόσωπα. Λόγου χάρη, ο Λαμπούντε παραπέμπει στον Βάλτερ Μπένγιαμιν – υπάρχουν εντυπωσιακές ομοιότητες. Επ’ αυτού είναι εξαιρετικά διαφωτιστικό το επίμετρο του επιμελητή της γερμανικής έκδοσης Σβεν Χάνουσεκ που περιλαμβάνεται και στην ελληνική έκδοση.
Ο Κέστνερ ήταν «λαϊκός συγγραφέας», σαν τον Χανς Φάλαντα, σύμφωνα με τον πάπα της γερμανικής κριτικής Μαρσέλ Ράιχ Ρανίτσκι. Ηταν επίσης δημοσιογράφος πρώτης γραμμής, όπως και ο Γιόζεφ Ροτ. Το μυθιστόρημά του έχει όχι μόνο την ηθική, αλλά και την ιστορική πλευρά του. Κι αφού το διαβάσει ο αναγνώστης, καλό είναι να ανατρέξει στις σημειώσεις της μεταφράστριας (που έκανε εξαιρετική δουλειά) και στα παραρτήματα, όπου εκτός από το επίμετρο περιλαμβάνουν και τους τέσσερις προλόγους και επιλόγους που έγραψε για το βιβλίο ο ίδιος ο συγγραφέας. Περιλαμβάνεται επίσης το κεφάλαιο που είχε αφαιρέσει ο εκδότης στην πρώτη έκδοση και το κείμενο έχει αποκατασταθεί και ανταποκρίνεται τώρα στην εκδοτική βούληση του Κέστνερ.
Ο Κέστνερ δεν εγκατέλειψε τη Γερμανία κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής της από τους ναζιστές. Στην αρχική έκδοση του Φάμπιαν κατ’ απαίτηση του εκδότη έκανε αλλαγές. Το βιβλίο είχε μεγάλη επιτυχία, όμως αυτό δεν τον έσωσε από μελλοντικές περιπέτειες. Την άνοιξη του 1933 τα βιβλία του, μαζί με πολλά άλλα, στα οποία περιλαμβάνονταν και αντίστοιχα είκοσι τριών ακόμη γερμανών συγγραφέων, καίγονταν από την παραληρούσα ναζιστική νεολαία. Ο ίδιος μάλιστα ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Το μυθιστόρημά του αυτό δεν είναι το μόνο σημαντικό του έργο. Είναι όμως το κορυφαίο.