Δεν είμαστε στα χρόνια του Μ. Καραγάτση, ο οποίος καταπιάστηκε μεταπολεμικά με τον μύθο της νησιωτικής ουτοπίας, και οι σύγχρονοι συγγραφείς δείχνουν πόσα μας χωρίζουν από την εποχή του (παρά την πρόσφατη, κάπως οργίλη συζήτηση για το έργο του). Ο Αγης Πετάλας επιστρέφει στις ρίζες της νησιωτικής ουτοπίας του Τόμας Μορ, δοκιμάζοντας ένα ταξίδι φαντασίας και πρισματικού τύπου μυθοπλασίας στο αχανές σύμπαν της.
Ταξίδι σε πραγματικές και σε επινοημένες πηγές, σε μια γεωγραφία υπεράνω των τόπων της και σε ιστορίες που σπεύδουν να απομακρυνθούν η μια από την άλλη, χωρίς, ωστόσο, να κόβουν ακριβώς το λεπτό νήμα το οποίο τις φέρνει κοντά. Ως προς τις πραγματικές πηγές, δεν θα συναντήσουμε εδώ μόνο τον Μορ, αλλά και τον Τομάζο Καμπανέλα, τον Φράνσις Μπέικον και τον Βολταίρο ενώ είναι πιθανόν να σκεφτούμε τον Αριστοφάνη και τον Πλάτωνα ή τον Μαρξ και τον Ρόμπερτ Οουεν – και όλα αυτά σε μια πανηγυρική συνεύρεση με το κλίμα του Εκο και του Μπόρχες (και όχι μόνον αυτών).
Ο Πετάλας διαθέτει μεταμοντέρνο, παραγωγικό, μα και επικοινωνιακό πνεύμα. Η δαιδαλώδης και από σκοπού ασύμμετρη διαδρομή της αφήγησης σε ένα διάστημα χρόνου που εκκινεί από την περίοδο των πρώτων εμπνευστών της ουτοπίας για να φτάσει μέχρι την υψηλή ψηφιακή τεχνολογία, καθώς και σημερινή Ελλάδα, με έναν βασικό ομοδιηγητικό αφηγητή (μετέχει κατά καιρούς στα δρώμενα), ο οποίος μοιάζει να έχει επίγνωση της ακαδημαϊκής του μετριότητας, δεν αποτελεί άχαρο εγκεφαλογράφημα ή βαρετή άσκηση επί χάρτου, όπως συχνά συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες τόσο στην ελληνική όσο και στην ξένη λογοτεχνία.
Και κάτι τέτοιο οφείλεται στην πόντο τον πόντο οργανωμένη – παρά τον μεταμοντερνισμό (ή ακριβώς εξαιτίας του) – σύνθεση και στην ενδελέχεια της συνάρθρωσης των μερών της. Να συνυπολογίσουμε την ευφυΐα του σχεδιασμού του αφηγητή, ο οποίος αυτοϋπονομεύεται διαρκώς, και το ταίριασμα λογιοσύνης και παιγνιώδους (πλην ιδιαιτέρως διεισδυτικής) αναπαράστασης των καθημερινών κοινωνικών σχέσεων.
Εκείνο το οποίο στην πραγματικότητα αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο στη δράση είναι ένα υποθετικό νησί του Αιγαίου. Η νήσος Κυμύλη δεν συνιστά δυστοπία (άλλη πολυχρησιμοποιημένη σύμβαση των τελευταίων ετών), ούτε κάποιο οραματικό κοινωνικοπολιτικό ή φιλοσοφικό σχέδιο. Και τούτο όχι μόνο γιατί ο Πετάλας τη βάζει να συμπορεύεται με ποικίλες σύγχρονες ελευθεριακές και οικολογικές κινήσεις, αλλά και επειδή είναι μια νήσος των εκπληρωμένων δυνατοτήτων, έχει μετατραπεί σε πραγματική/ μυθιστορηματική ουτοπία με τις επιστημονικές, τεχνικές και οικονομικές εξελίξεις της σε πλήρη απόδοση.
Ποια, όμως, ουτοπία έχει προοριστεί για να ευδοκιμήσει εις το διηνεκές; Ετσι και η Κυμύλη, που χάρη σε μια βλακώδη και συνάμα απεγνωσμένη και απονενοημένη (σίγουρα ένα από τα δυνατά σημεία του βιβλίου) αντίληψη ενός κακομοίρη του διοικητικού μηχανισμού θα δει το μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα δάσος της να καίγεται εν ριπή οφθαλμού. Δεν ξέρω αν οι ουτοπίες έχουν προοριστεί για να γκρεμίζονται, το βιβλίο, όμως, του Πετάλα αποδεικνύεται ένα καθ’ όλα σοβαρό και πρωτότυπο μυθιστορηματικό εγχείρημα.