Πέρασαν πάνω από πενήντα χρόνια που πρωτοεκδόθηκε στα ελληνικά (1970) το Καθώς ψυχορραγώ του Γουίλιαμ Φόκνερ μεταφρασμένο από τον Μένη Κουμανταρέα. Είναι σπάνιο και η πιο εξαιρετική μετάφραση, όπως αυτή, να «ζήσει» για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Ηταν καιρός το αριστούργημα του μεγάλου συγγραφέα να μεταφραστεί ξανά βελτιώνοντας την παλιά μετάφραση και προσαρμόζοντας το κείμενο στα νεότερα γλωσσικά δεδομένα. Διορθώνοντας επιπλέον τις αστοχίες – έστω κι αν δεν είναι πολλές – της παλιάς μετάφρασης. Κι αυτό το πέτυχε ο νεότερος μεταφραστής Παναγιώτης Κεχαγιάς.
Το Καθώς ψυχορραγώ δεν είναι ένα «εύκολο» μυθιστόρημα. Κανένα έργο του Φόκνερ άλλωστε (με εξαίρετη ίσως το Ιερό) δεν είναι «εύκολο». Θεωρείται όμως μαζί με τη Βουή και τη μανία, το Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ και το Φως τον Αύγουστο ότι ανήκει στα κορυφαία μυθιστορήματά του – μολονότι δυσκολεύεται κανείς να μη συμπεριλάβει ό,τι έγραψε αυτός ο μεγάλος συγγραφέας (όχι μόνο τα μυθιστορήματα, αλλά και τα εκπληκτικά του διηγήματα).
Το Καθώς ψυχορραγώ είναι από τη μια μαύρη κωμωδία κι από την άλλη μεταφυσικό και κοινωνικό δράμα. Τον συνδυασμό αυτόν μόνο ένας συγγραφέας σαν τον Φόκνερ θα μπορούσε να τον επιτύχει, όπως και τον εξίσου δύσκολο: να χρησιμοποιήσει ταυτοχρόνως την τεχνική της ρεαλιστικής αφήγησης και του εσωτερικού μονολόγου μέσω του γλωσσικού ιδιώματος του αμερικανικού Νότου – αλλά και τούτο το τελευταίο από μόνο του δεν αρκεί. Η γλώσσα του Φόκνερ είναι «φοκνερική», μοναδική κι ανεπανάληπτη, με εσωτερικές παραπομπές στη Βίβλο, τον Ομηρο και τον Σαίξπηρ.
Μια θλιβερή επιθυμία
Η υπόθεση του μυθιστορήματος είναι απλή – όσο απλή μπορεί να τη θεωρήσει κανείς: Εχουμε στον αμερικανικό Νότο των αρχών του 20ού αιώνα την Αντι Μπάντρεν, μητέρα πέντε παιδιών (του Τζούελ, του Κας, της Ντιούι Ντελ, του Νταρλ και του Βάρνταμαν) που αργοπεθαίνει. Εχουμε και τον ανεπρόκοπο Ανς Μπάντρεν, πατέρα αυτής της πάμπτωχης οικογένειας που η σύζυγός του τον περιφρονούσε. Ο Κας, ο οποίος είναι ικανός ξυλουργός, φτιάχνει το φέρετρο της μητέρας του ενόσω αυτή ζει ακόμη και θέλει να ελέγχει κάθε σανίδα που χρησιμοποιεί ο γιος της. Στον άντρα της και τα παιδιά της η αυστηρή γυναίκα αναθέτει να εκπληρώσουν την τελευταία της επιθυμία: να τη μεταφέρουν και να τη θάψουν στον γενέθλιο τόπο της, κοντά στο Τζέφερσον του Μισισίπι, πενήντα χιλιόμετρα μακριά από τη φάρμα των Μπάντρεν.
Η Αντι δεν πολυαγαπά ούτε τον άντρα της ούτε τα παιδιά της (εκτός από τον Τζούελ). Παρόμοια είναι και τα αισθήματα των ίδιων τόσο για τη μητέρα τους όσο και του καθενός για τους άλλους. Επειτα από σύντομη συζήτηση μεταξύ τους αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν την επιθυμία της Αντι, χωρίς καλά-καλά να ξέρουν γιατί. Δύο απ’ αυτούς έχουν κι άλλους λόγους: ο πατέρας επειδή θέλει να προμηθευτεί ψεύτικα δόντια στο Τζέφερσον κι η Νιούι Ντελ, που είναι έγκυος, να βρει έναν γιατρό για να της κάνει έκτρωση.
Στο μεταξύ έχει ξεσπάσει καταιγίδα, βρέχει καταρρακτωδώς και η μεταφορά του φέρετρου δεν είναι διόλου εύκολη μέσα στην ερημιά, τα πλημμυρισμένα ποτάμια, τις γκρεμισμένες γέφυρες και τους λασπωμένους δρόμους. Δυο φορές κινδυνεύουν να χάσουν το φέρετρο, τη μια σε ένα πλημμυρισμένο ποτάμι και την άλλη σε έναν αχυρώνα που έχει πάρει φωτιά. Συμβαίνουν κι άλλα σε αυτό το σκοτεινό και γκροτέσκο ταξίδι που δεν είναι σωστό να τα αποκαλύψω. Ούτε επίσης το πικρό και σαρκαστικό του τέλος.
Το μυθιστόρημα αποτελείται από πενήντα εννέα κεφάλαια και περιέχει δεκαπέντε χαρακτήρες που συγκροτούν την αφήγηση. Αλλοι εμφανίζονται για μια φορά κι άλλοι για περισσότερες. Η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο και το ύφος (απαράμιλλο) ποικίλλει ανάλογα με την προσωπικότητα του καθενός, χωρίς όμως να διαφοροποιείται σημαντικά. Πίσω από τον καθένα ο αναγνώστης ακούει τη φωνή του συγγραφέα. Κι αν θέλαμε να επιλέξουμε τον κεντρικό χαρακτήρα, αυτός είναι η νεκρή που «μιλά», στην αρχή έξω από το φέρετρό της και κατόπιν μέσα από αυτό. Ο τίτλος ενός κεφαλαίου μάλιστα φέρει το όνομά της. «Ο πατέρας μου έλεγε πως ο λόγος που ζούμε είναι να προετοιμαστούμε να μείνουμε πεθαμένοι» αποφαίνεται.
Δεν πρόκειται για φωνή που έρχεται από τον άλλο κόσμο. Είναι η φωνή που περιγράφει μια ζωή η οποία έχει μεσολαβήσει ανάμεσα στην αμαρτία και τη σωτηρία. Αυτή η πορεία του φέρετρου είναι μια άλλου είδους νεκρώσιμη ακολουθία, όπου το πάθος και η δυστυχία, η φτώχεια και η ανοησία διαδέχονται η μια την άλλη επιβεβαιώνοντας εκείνο που πίστευε ο μεγαλοφυής αυτός συγγραφέας, όπως το γράφει στο Ρέκβιεμ για μια μοναχή: πως το παρελθόν δεν είναι νεκρό, δεν είναι καν παρελθόν. Και κάποια από τα παιδιά της Αντι αυτό το παρελθόν ζουν μεταφέροντας τη μητέρα τους στην τελευταία της κατοικία. Ο Ανς λέει πως τώρα που είναι η γυναίκα του νεκρή μπορεί επιτέλους να αποκτήσει τα ψεύτικα δόντια που θέλει. Στο τέλος όμως ξεχνά τις τύψεις του και κάνει κάτι χειρότερο – κι εξωφρενικό, που δεν θα το αναφέρω.
Παράλυση του χρόνου
Ολα όσα συμβαίνουν μας δίνουν μια εκπληκτική αίσθηση παράλυσης του χρόνου. Το φέρετρο με τη νεκρή κινείται αλλά ο χρόνος μοιάζει σταματημένος. Είναι ο μακρύς θάνατος που συνεχίζεται, ή αλλιώς: ο προθάλαμος μιας μεταθανάτιας ζωής που δεν υπάρχει. Ή μήπως υπάρχει; Μήπως είναι η μεγάλη κωμωδία του αγνώστου; Ο αναγνώστης θα μείνει με την ερώτηση αναπάντητη ως το τέλος, έχοντας πιο μπροστά συνθέσει το παζλ των μικρών αφηγήσεων που αποτελούν το μυθιστόρημα.
Ο ομηρικός τίτλος
Ο τίτλος του βιβλίου είναι το κλειδί – όχι το μήνυμα, γιατί ο Φόκνερ, όπως όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς δεν στέλνει μηνύματα. (Το μήνυμα, καθώς έλεγε ο Ναμπόκοφ, είναι το δηλητήριο που καταστρέφει το πεζογραφικό έργο.) Προέρχεται από τη ραψωδία «λ» (τη «Νέκυια») της Οδύσσειας, όπου ο Αγαμέμνων περιγράφει τη δολοφονία του από την Κλυταιμνήστρα: («Κι εγώ, τα χέρια υψώνοντας κάτω στο δάπεδο/σφάδαζα και χτυπιόμουν, ώσπου ξεψύχησα με το σπαθί στο στήθος» (μτφρ. Δ. Ν. Μαρωνίτη). Η ομοιότητα μοιάζει εξωτερική. Αλλά κι εδώ ο νεκρός (η νεκρή) μιλά. Η οικογένεια Μπάντρεν, μολονότι αναγνωρίζει πως το παρελθόν δεν μπορεί να αλλάξει, πως με άλλα λόγια ορίζει το παρόν, προσπαθεί με μανία να το ξαναγράψει. Αυτό εκφράζει και η επιθυμία της Αντι Μπάντρεν να επιστρέψει και να ταφεί στον τόπο καταγωγής της.