Η Εμιλι Ντίκινσον είναι η δεύτερη μεγάλη ποιητική μορφή των ΗΠΑ στον 19ο αιώνα μετά τον Γουίτμαν. Ο αντίποδας του μεγάλου βάρδου, η αναγκαία του πλευρά και με την έννοια αυτή το συμπλήρωμά του. Εζησε αφανής, έγραφε ακατάπαυστα, και όταν πέθανε οι πάντες ανακάλυψαν πόσο σπουδαία ποιήτρια υπήρξε. Η ριζοσπαστική της γραφή, η ακαριαία αποτύπωση, το τεράστιο θεματικό εύρος της ποίησής της συνιστούσαν γλωσσική και εκφραστική επανάσταση στα ποιητικά δεδομένα της εποχής. Η μέθη της ζωής, η έκσταση μπροστά στα φυσικά φαινόμενα, μια ρομαντική ποιήτρια αλλά με πλήθος μοντερνιστικά χαρακτηριστικά, με τις δικές της φόρμες, τον κοντό στίχο που απογειώνει το νόημα και αποτυπώνει ανεξίτηλα το βίωμα την καθιστά όχι απλώς ποιήτρια της εποχής της αλλά για όλες τις εποχές. Είναι σχεδόν αδύνατον να την κατατάξεις σε κάποια τάξη μεγέθους. Η Ντίκινσον υπήρξε πριν απ’ όλα ποιήτρια για τον εαυτό της – εξ ου και η απομόνωσή της, μια συλφίδα που δεν ήταν του κόσμου τούτου, αλλά του άλλου, που αναπτυσσόταν δίπλα της και που μόνο η ίδια τον συνελάμβανε γιατί ήταν εκείνη που τον δημιουργούσε. Μια τέτοια ποιήτρια είναι πολύ δύσκολο να μεταφραστεί στα ελληνικά. Πώς να μεταφέρει κανείς τις παύλες, τα αμετάθετα, τα ξαφνικά πετάγματα, την εκπληκτικά ανατρεπτική γραφή της; Τα ποιήματα της Ντίκινσον, με τη συμβατική έννοια πάντοτε, δεν μεταφράζονται αλλά κατά έναν τρόπο ξαναγράφονται. Αυτό επιχείρησε ο έμπειρος Κώστας Κουτσουρέλης καταφέρνοντας όμως το εξαιρετικά δύσκολο: να μεταφέρει το πνεύμα των ποιημάτων χωρίς να προδώσει το εξαιρετικά κρίσιμο, ιδιαίτερα για μια ποιήτρια σαν την Ντίκινσον: τη μορφή τους.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω