Βρισκόμαστε στον Μεσαίωνα. Σε μια επινοημένη εκδοχή του, καλύτερα, με την ανάλογη ατμόσφαιρα, πάντως: σκοτάδι, λιβάνι, κεριά, ψαλμωδίες. Στο ιερό μοναστήρι της Αγίας Καικιλίας, η ηγουμένη Μάρθα είναι αναστατωμένη επειδή θεωρεί ότι «ο δαίμονας» εμφανίστηκε εκεί «με προσωπείο γυναίκας», της δόκιμης Βιργινίας δηλαδή, μια νεαρής δούκισσας. Οπότε; Τις κινήσεις της αμαρτωλής αρχίζει να παρακολουθεί μια μουγγή πλην έμπιστη μοναχή, η αδελφή Ραφαέλα. Ενα περιστατικό ωστόσο (διάφορα κλοπιμαία που σκορπίζονται) έρχεται να ξεσκεπάσει την πραγματική της ταυτότητα. Τη στιγμή που πετάει το ράσο αποκαλύπτεται ένα ολόγυμνο ανδρικό σώμα. Ο Ρενάρδος. Ποιος όμως είναι αυτός; Ο πρωταγωνιστής στο νέο θεατρικό έργο του 32χρονου Στέφανου Παπατρέχα με τίτλο Ονόριο. Τα ανομήματα ενός εγκληματία. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που, μιας και «είναι μικρή η ζωή για έναν μόνο ρόλο», μιας και η απελπισία του κενού τον κάνει αρπακτικό και αδίστακτο, αλλάζει ταυτότητες με σκοπό να κατευνάσει την υπαρξιακή του λύσσα να βρεθεί «στη γη των χορτασμένων». Προς το τέλος ο ήρωας, σε μια κατάσταση σύγχυσης, αναφέρεται στον εαυτό του: «Μα δεν υπάρχει Θεός και σατανάς και δεν φοβάμαι. Αντίθετα, έμαθα να τους χρησιμοποιώ και αυτούς και τον φόβο που προκαλούν στον κόσμο. Αυτό έκανα και τότε, με τη βοήθεια ενός άλλου θεού. Του Ερωτα». Εντάξει, πολλά θίγονται εν προκειμένω (μέχρι και «η μαύρη πανώλη» περνάει στο κείμενο, ως έμμεση αναφορά στην πανδημία) αλλά η κεντρική ιδέα είναι η εξαπάτηση ως εγγενές στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, θυτών τε και θυμάτων (ένας άλλος τρόπος, ας πούμε, να διερευνηθεί η πληθυντικότητα της αλήθειας). Αρτιο, παιγνιώδες, ενδιαφέρον.