Μπέτι Σμιθ: «Το αύριο θα είναι καλύτερο»

Πέντε χρόνια μετά τον θρίαμβο του «Ενα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν», η Μπέτι Σμιθ δημιουργούσε νέους ήρωες που τους προόριζε να τεστάρουν, στο ίδιο πλαίσιο, την ίδια εποχή, την ανθεκτικότητά τους στην αισιοδοξία.

Πέντε ετών η Μάρτζι Σάνον χάθηκε στους δρόμους του Μπρούκλιν, προσπαθώντας μάταια να προφτάσει τη φουριόζα νεαρότατη μητέρα της, η οποία προπορευόταν βυθισμένη στην οργή της για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Οταν γύρισε στο σπίτι, εισέπραξε ένα χαστούκι που σφράγισε όλα τα αποθέματα απορίας που έχει ένα παιδί στο συνειδητό και στο υποσυνείδητό του. Στα δεκαέξι παράτησε το σχολείο για να βρει δουλειά.

Η οικογένεια χρειαζόταν το βδομαδιάτικό της, εκείνη χρειαζόταν να ανανεώσει την ψευδαίσθηση με την οποία είχε μεγαλώσει, ότι το αύριο θα είναι καλύτερο. Θεώρησε ότι ο Φράνκι Μαλόουν θα τη βοηθούσε σε αυτό, δημιουργώντας μαζί της οικογένεια, και έτσι τον παντρεύτηκε. Δεν ήταν βίαιος, δεν ήταν κακομοίρης, δεν έπινε σαν τον πατέρα του, δεν ήταν άξεστος, δεν ήταν σπάταλος, ήταν όμως ασεξουαλικός – ίσως ο πρώτος που εμφανίζεται με αυτόν τον τρόπο στη σύγχρονη λογοτεχνία.

Η Μπέτι Σμιθ δεν έχει σκοπό να διευκολύνει την ηρωίδα του «Το αύριο θα είναι καλύτερο» να ενηλικιωθεί με ψευδαισθήσεις. Ούτε επιθυμεί οι αναγνώστες της να διατηρήσουν τον ρομαντισμό που τους καλλιέργησε με το πρώτο της μυθιστόρημα λίγα χρόνια πριν. Οταν κυκλοφόρησε το 1943 το Ενα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν, γνώρισε σαρωτική επιτυχία. Δεν ήταν μόνο ότι διαβαζόταν παντού, απ’ όλες τις ηλικίες∙ ότι ήταν στη λίστα των εγκεκριμένων αναγνωσμάτων για τους αμερικανούς στρατιώτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου∙ ότι οι Νότιοι αναθεώρησαν τις απόψεις τους για τους Γιάνκηδες∙ ότι το Μπρούκλιν έγινε τουριστικός προορισμός∙ ότι ο Ελία Καζάν πήρε τα δικαιώματα για να το μεταφέρει στον κινηματογράφο (1945)∙ ότι η συγγραφέας του έγινε πλούσια και διάσημη.

Συνέβη κάτι πιο σημαντικό κοινωνικά: Εξαιτίας αυτού, οι άνθρωποι που προέρχονταν από εκεί και από τα άλλα παρόμοια μέρη των φτωχών μεταναστών έπαψαν να ντρέπονται για την ταπεινή καταγωγή τους.

Αντίθετα όμως με τη νοσταλγία και την αγάπη που θεωρούν ότι συναντούν στο γραπτό της τόσο οι απλοί αναγνώστες όσο και οι εξειδικευμένοι κριτικοί, η Σμιθ δεν τρέφει ευγενή συναισθήματα για τον τόπο της. «Το μόνο που βγαίνει απ’ αυτή την ιστορία είναι ότι μαθαίνεις πως μπορείς να υποφέρεις τα πάνδεινα χωρίς να πεθάνεις. Πού χρησιμεύει αυτή η πληροφορία σε έναν άνθρωπο σαν εμένα;».

Σε έναν καλό, τίμιο, μετρημένο άνθρωπο σαν εκείνη, εννοεί η Μάρτζι Σάνον. Σε έναν άνθρωπο που δεν ενοχλεί ούτε καν με το να ονειρεύεται κάτι περισσότερο από ό,τι η τάξη, η σειρά του, η πόλη τού έχει υποδείξει. Η συγγραφέας της έχει την απάντηση: Τη θέλει να μεγαλώσει. Η απώλεια της ελπίδας ότι το αύριο θα είναι καλύτερο είναι το τελευταίο στάδιο πριν την ουσιαστική ενηλικίωση. Ακόμη κι αν πράγματι το αύριο αποδειχθεί καλύτερο, ο ενήλικας οφείλει να το υποδεχθεί ως εξαίρεση στον κανόνα του πόνου και της απογοήτευσης, και γι’ αυτό με λιγότερο ενθουσιασμό απ’ όσον θα του άρμοζε.

Οι συνθήκες της πικρίας

Οι πρωταγωνιστές του βιβλίο ζουν εγκλωβισμένοι σ’ έναν κύκλο ανέχειας. Η εξασφάλιση του βδομαδιάτικου είναι η αρχή και το τέλος των προσδοκιών που τους επιτρέπονται. Και τσακώνονται – τσακώνονται πολύ και διαρκώς. «Οι άσχημοι καβγάδες προκύπτουν όταν δύο άνθρωποι έχουν άδικο. Οι ακόμη χειρότεροι καβγάδες προκύπτουν όταν δύο άνθρωποι έχουν δίκιο». Εναλλακτικά, σιωπούν. Σιωπούν στο στενό πλαίσιο της πικρίας. Η καλή προαίρεση κατά κανόνα τιμωρείται, ενώ σε κάθε έκφανση αξιοπρέπειας υποχρεωτικά προστίθεται και μια δεύτερη σκέψη. Η φράση που μαθαίνουν να επαναλαμβάνουν από παιδιά σαν μάντρα, «το αύριο θα είναι καλύτερο», φαίνεται να μην καταφέρνει να ξορκίσει τον κυνισμό της καθημερινότητας. Η Σμιθ όμως δεν βρίσκει άλλοθι για τους ήρωές της και μέσω του ίδιου κυνισμού, βιωμένου από την ίδια προτού τον ανασυνθέσει στο χαρτί, οδηγείται στη διαπίστωση ότι κάποιες φορές για τη σκληρότητα απλώς δεν υπάρχουν δικαιολογίες.

Το Μπρούκλιν του 1920 είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι παίρνουν αποφάσεις προορισμένες να αθετηθούν. Μιλούν απότομα προκειμένου να αποκρύψουν τη συγκίνησή τους, διότι η συμπόνια, η κατανόηση και η τρυφερότητα προκαλούν υποψίες. Το να αποπαίρνει ο ένας τον άλλον μοιάζει με αναπόφευκτη συνήθεια. Ακόμη και οι γονείς που φτάνουν να αποδέχονται τις αποφάσεις των παιδιών τους, το εκφράζουν με τρεις αλλόκοτους τρόπους: στέκουν αμίλητοι, γκρινιάζουν, λένε χοντράδες.

Η Μάρτζι Σάνον καταλαβαίνει ότι γεννήθηκε σε μια εποχή και σε μια κοινωνική τάξη όπου οι γονείς ζητούν από τα παιδιά να επανορθώσουν για το ότι ήρθαν στον κόσμο. Εκείνη σκοπεύει να αντιστρέψει αυτή τη συνθήκη – σκοπεύει να επανορθώσει η ίδια την αδικία που θα κάνει στο παιδί της με το να του δώσει ζωή: «Οχι, σκέφτηκε, δεν πρέπει να επιβάλλεις σε κανένα παιδί να νιώθει τυχερό μόνο και μόνο επειδή έχει το φαγητό, τη στέγη και τη φροντίδα που δικαιούνται να έχουν όλα τα παιδιά που έρχονται στον κόσμο».

Πέρα από τα ασυγχώρητα

Σε αυτό το σημείο του βιβλίου, η ηρωίδα αντιλαμβάνεται πού προσπαθεί να την οδηγήσει η συγγραφέας της από τις πρώτες σελίδες: Το χαστούκι που έφαγε η μικρούλα εκδοχή του εαυτού της από τη μητέρα της, επειδή χάθηκε στους φτωχικούς δρόμους του Γουίλιαμσμπεργκ, ήταν από σκληρότητα. Ναι, και από απαιδευσιά λόγω ανέχειας, από πικρία, από απωθημένα, από «ελαττωματικά» βιώματα. Αλλά πρωτίστως από σκληρότητα – αδικαιολόγητη σκληρότητα. «Δυστυχώς η κατανόηση δεν σημαίνει πάντοτε και συγκατάθεση, μεταστροφή ή συγχώρεση». Δυστυχώς ως προς την αρμονική συνύπαρξη των εμπλεκόμενων μερών. Ευτυχώς ως προς την αυτονομία και το αυτεξούσιον του ατόμου. Εν τέλει, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι μια μορφή απελευθέρωσης το να τακτοποιείς μέσα σου κάποια πράγματα ως ασυγχώρητα.

Το μυθιστόρημα τελειώνει προτού μάθουμε αν η Μάρτζι Σάνον βρήκε αυτό το καλύτερο που προσδοκούσε από μικρή, αλλά αφότου απέδειξε στον εαυτό της ότι είναι αρκούντως ανθεκτική στον απολύτως ελαττωματικό κόσμο που την περιβάλλει – που όλους μας μάς περιβάλλει. Η αισιοδοξία της ωστόσο έχει μπει στη σωστή τροχιά. Και κάπως έτσι αθωώνονται και τα απανταχού Μπρούκλιν.

Ο εαυτός και οι άλλοι

Της πήρε 42 χρόνια, μερικά βραβεία για τα θεατρικά της έργα και ένα διαζύγιο για να δηλώσει στον κόσμο ότι επιθυμεί να είναι η Μπέτι Σμιθ. Οι γονείς της τη φώναζαν Λίζι ή Λίτι, οι φίλοι και οι γνωστοί Ελίζαμπεθ ή Μπεθ. Μέσα στα χρόνια, το πατρικό γερμανικό επώνυμο (Γουένερ) το αντικατέστησε με το ιρλανδικό του πατριού της (Κίο), για να καταλήξει σε εκείνο του πρώτου εκ των τριών συζύγων της – μία από τις πάμπολλές Σμιθ, τόσο όμως διακριτή. Γεννήθηκε στο Γουίλιαμσμπεργκ του Μπρούκλιν στα τέλη του 1896 και απέδρασε από αυτό με την πρώτη ευκαιρία – τον πρώτο γάμο. Εζησε στο Μίσιγκαν, στη Βόρεια Καρολίνα και στο Κονέκτικατ, όπου και πέθανε στις αρχές του 1972. Η απόδειξη ότι αγαπούσε το Μπρούκλιν είναι ότι έγραψε και ξαναέγραψε γι’ αυτό. Κατά τ’ άλλα το απεχθανόταν σφόδρα.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.