Περιστατικά πραγματικά και φανταστικά, τόποι στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, πρόσωπα του λογοτεχνικού χώρου και της καθημερινότητας, κείμενα και στίχοι, κριτικές παρατηρήσεις, δοκιμιακά σημειώματα, καταγραφές ονείρων, θραύσματα διαλόγων, αναμνήσεις από το παρελθόν (και το μέλλον). Υλικά διακριτά, των οποίων όμως η παράθεση και η ανάμειξη, οι συμμετρίες και οι αντιθέσεις τα μετατρέπουν σε Σκίτσα δρόμων και έναστρης νύχτας.

Βραβευμένος ποιητής με οκτώ ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του, δοκιμιογράφος, διευθυντής του περιοδικού «Φρέαρ», ο Δημήτρης Αγγελής εκκινεί εδώ φαινομενικά από την ημερολογιακή γραφή, υπονομεύοντας όμως τη μορφή και διαλύοντας τις συμβάσεις της. Μιλήσαμε μαζί του για τα συστατικά της προσέγγισης αυτής, την ταυτότητα, τη μνήμη, την αφήγηση.

«Αυτά τα κείμενα συγκεντρώθηκαν την εποχή της COVID-19, στην αρχή τοποθετημένα στην κανονική τους σειρά, έπειτα όμως προέκυψε η ιδέα να τα ανακατέψω σαν τραπουλόχαρτα» λέει ο Δημήτρης Αγγελής. «H υπονόμευση της χρονολογικής σειράς ισοδυναμούσε με αυτοϋπονόμευση, γιατί έτσι οι περιγραφόμενες περιστάσεις καταγράφονταν σαν τα λογοτεχνικά σπαράγματα ενός εαυτού ιδωμένου με κάποια έκπληξη, ίσως και συγκίνηση, από απόσταση.

Ο αναγνώστης θα έπρεπε κατά κάποιον τρόπο να νιώσει οικειότητα με ένα ξένο «εγώ», χωρίς όμως να έχει την αίσθηση ότι ο συγγραφέας θεωρεί τον εαυτό του σημαντικό – κάθε μορφή ειδωλοποιητικού εξαιρετισμού συνιστά και μια μορφή αυτοπαγίδευσης για τον συγγραφέα. Αντίθετα, η κατάφαση στις αδυναμίες μας σημαίνει και κατάφαση στην αναπόφευκτη γελοιότητα των αντιφάσεών μας. Εμένα, πάντως, με ενδιέφερε αποκλειστικά η λογοτεχνία, τα πραγματικά συμβάντα ήταν μόνο οι αφορμές της αφήγησης».

«Θηρευτές αναμνήσεων»

Πώς συνδέονται όμως η υπονομευμένη ημερολογιακή γραφή, η μνήμη, οι πολλαπλοί εαυτοί του παρελθόντος;

«Η ημερολογιακή γραφή καταγράφει τον βιωμένο χρόνο μας. Είναι όμως η μνήμη μας πάντοτε αξιόπιστη και ειλικρινής; Για να αποτυπωθούν γεγονότα χρειάζεται μια ηθική της γραφής και κυρίως μια ηθική της προσανατολισμένης μνήμης, είναι σημαντικό το τι επιλέγουμε να διασώσουμε από την περιπέτεια της καθημερινότητας στην ιδιωτική μας κιβωτό και για λογαριασμό τίνος το επιλέγουμε. Φαίνεται, όμως, πως σήμερα γινόμαστε θηρευτές αναμνήσεων σε βάρος του παρόντος, σαν να προκρίνουμε μια ανακυκλωσιμότητα ή μια κυκλοθυμικότητα της μνήμης.

Φωτογραφίζουμε τη στιγμή αποφεύγοντας να τη βιώσουμε τώρα, με σκοπό να την απολαύσουμε εκ των υστέρων δείχνοντάς τη στους άλλους. Ο δραματουργικός εκθετισμός στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «νομιμοποιεί» ψευδεπίγραφους εαυτούς χωρίς νοηματικό ορίζοντα, όταν στα ημερολόγια, επειδή λογοδοτούμε πρωτίστως σε έναν ταυτοχρόνως απογυμνωμένο και εξιδανικευμένο εαυτό, διαμορφώνουμε τελικά μια ταυτότητα αντίστασης».

Υβρίδια δεκαετιών

Αντίθετα, για προηγούμενες γενιές ήταν οι στιγμές του παρελθόντος που μπορούσαν να επαναπροσδιορίζουν το παρόν. «Είμαστε μια μικρή παράταση της δεκαετίας του ’60 στην εποχή μας» όπως παρατηρεί σε ένα σημείο;

«Ως ταυτότητες είμαστε σίγουρα υβρίδια. Οσοι από εμάς μεγάλωσαν στη δεκαετία του ’80, ζήσαμε την αλλόκοτη εποχή μιας ανεπίγνωστα ευτυχισμένης Ελλάδας, υπήρχε φτώχεια αλλά και ελπίδα συνάμα ότι ο κόσμος εξελίσσεται προς το καλύτερο. Η περιρρέουσα τότε διανοητική ατμόσφαιρα όμως, γεμάτη φαντάσματα από αδικαίωτες ακόμα ιστορικές εμπειρίες (Εμφύλιος, δικτατορία κ.λπ.), σε οδηγούσε να επανεπινοήσεις τον εαυτό σου κάπου άλλου – ή να κατασκευάσεις αυτοσχέδιες πλαστές αναμνήσεις.

Για παράδειγμα, στην ηλικία των 22-23 ετών η μουσική που άκουγα ήταν η μουσική της δεκαετίας του ’60, τα βιβλία που διάβαζα ήταν βιβλία που είχαν καθορίσει τη νεολαία της δεκαετίας του ’60, όπως ο «Σιντάρτα» του Ερμαν Εσε, ή συγγραφείς όπως ο Εριχ Φρομ ή ο Φίλιπ Ντικ. Αναζητούσα αναλογίες γιατί είχα ανάγκη – και δεν ήμουν ο μόνος – να δω τα πράγματα υπό το πρίσμα μιας εποχής που θεωρούσα ότι άλλαξε τον κόσμο – η οποία, παραδόξως, ήταν η εποχή της νιότης των γονιών μου!

Μου έχει μείνει τόσο έντονη η ανάμνηση του πρώτου ακούσματος των Doors ή των Pink Floyd που σκέφτομαι σήμερα ότι η μουσική ποτέ δεν θα μου φανεί πια η ίδια. Ηταν και η ανάγκη της μετεφηβείας να κάνω την επανάστασή μου – όχι στην πραγματικότητα, αλλά μέσα από τη ροκ, τα βιβλία, τον κινηματογράφο. Βλέποντας Γκοντάρ ή Τριφό ήταν σαν να επανεκκινείς τον εαυτό σου τοποθετώντας τον αναδρομικά στην παράφορη δεκαετία του ’60. Αναρωτιέμαι αν ένας νέος σήμερα μπορεί να σκεφτεί έτσι, να ξεφύγει δηλαδή με αυτόν τον τρόπο από την πίεση του παρόντος – ενός παρόντος συντριπτικού με την ταχύτητα, τη βία, την επιδραστικότητά του».

Λογοτεχνία, πρόσωπα, κύκλοι

Σε ένα από τα δοκιμιακά αποσπάσματα του βιβλίου διατυπώνει τη σκέψη για μια διαφορετική ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Προς ποια κατεύθυνση;

«Μια νέα ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας πρωτίστως δεν θα ήταν μια απλή γραμματολογία με προγραμματικό καθήκον την αυτοεπιβεβαίωση του μεγαλείου μας. Θα μπορούσε να είναι μια ιστορία με κύκλους επιγόνων, μια ιστορία όχι γραμμική αλλά θεματική, μια εξερευνητική αποστολή σε υποφωτισμένες περιοχές. Η λογοτεχνία μας ήταν πάντοτε λογοτεχνία της περίστασης – οι συγγραφείς ανταποκρίνονταν με αντανακλαστικά στρατευμένου ρεπόρτερ στα γεγονότα της επικαιρότητας, με αποτέλεσμα να παραγνωρίζονται λογοτέχνες που έγραφαν με έναν πιο υπαρξιακό τρόπο, με μεγαλύτερη ενδεχομένως εποπτεία της παγκόσμιας γραμματείας. Εξακολουθούμε να βλέπουμε τη λογοτεχνία ως πινακοθήκη προσώπων ή, καλύτερα, διασημοτήτων. Ενώ μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα είχε, για παράδειγμα, να τοποθετήσουμε τα πρόσωπα σε κύκλους περιοδικών ή εφημερίδων ή με βάση τις εκδοτικές πρακτικές κάθε εποχής.

Αγνοούμε επίσης ότι ένα κομμάτι της πιο πρόσφατης πνευματικής μας πορείας συνδέεται με το στοχαστικό δοκίμιο. Υπάρχει μια σειρά σημαντικών δοκιμιογράφων (από τον Τερζάκη και τον Λορεντζάτο ως τον Γιανναρά και τον Ράμφο) που διατύπωσαν τα αιτήματα της εποχής τους πιο καίρια από τους πεζογράφους ή τους ποιητές. Επιπλέον, μπορούμε να αναρωτηθούμε: Ποιο είδος, κατά περίοδο, ήταν πιο δυναμικό, εξέφραζε πιο αντιπροσωπευτικά την ελληνική συνθήκη; Γιατί, για παράδειγμα, τη δεκαετία του ’90 αρχίζει να ευδοκιμεί το ιστορικό μυθιστόρημα, γιατί σήμερα θριαμβεύει το μυθιστόρημα του φανταστικού; Είναι η τάση μας για φυγή, η επιρροή των τηλεοπτικών σειρών; Αναζητούμε τη θαλπωρή ενός οικείου τόπου στην Ιστορία προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τα αλλεπάλληλα κύματα κρίσεων που μας καταπνίγουν;

Μελετώντας και επανεκτιμώντας το παρελθόν, κυρίως από τη σκοπιά της ιστορίας των ιδεών, ίσως ανακαλύψουμε αποσιωπημένες μορφές που δεν θα μεταβάλουν ενδεχομένως τον κανόνα, αλλά θα προσθέσουν ενδιαφέρον στον τρόπο που κατανοούμε τον εαυτό μας και πιθανόν θα μας δείξουν ότι η ελληνική λογοτεχνία δεν αξίζει την κληρονομημένη κομφορμιστική εικόνα που έχουμε για αυτή σήμερα. Οτι είχε και αιχμές και αγκάθια και παράδρομους».

Οι «σμιλεμένες γωνίες»

Οι αυτοβιογραφικοί σταθμοί του κειμένου συχνά ταυτίζονται με συναντήσεις, με πρόσωπα, με την αποτύπωση ενός διαλόγου, μιας ανταλλαγής ιδεών.

«Κάποιοι άνθρωποι που γνώρισα καταγράφονται γιατί η συνάντησή μου μαζί τους σηματοδότησε μια έκρηξη μέσα μου που με τη σειρά της πυροδότησε άλλες εσωτερικές διεργασίες. Ηταν ανάγκη να γνωρίσω την ποίηση του Μαρκ Στραντ ή την προσωπικότητα του Κώστα Τσιρόπουλου, προσώπων που μου έδειξαν έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης, ζωής, ενδιαφερόντων. Θα ήταν κοινοτοπία να επαναλάβω τον Ρεμπό, αλλά είμαστε κατά κάποιον τρόπο οι σμιλεμένες γωνίες του εαυτού μας, αυτές που στρογγύλεψαν οι άλλοι. Θα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες σε συγγραφείς, μουσικούς, σκηνοθέτες, ηθοποιούς που μας διαμόρφωσαν αθέλητά τους, έστω και αν πλέον τους έχουμε ξεπεράσει. Ενσώματα βιβλία είμαστε που συμπληρώνονται, μεταβάλλονται, εξελίσσονται από τη διαρκή, επώδυνη τριβή μας με τα σκοτάδια των άλλων».