Ενας καλοντυμένος παππούς που συνοδεύει τα εγγόνια του, φορτωμένα τις σχολικές τους τσάντες. Μια χαμογελαστή μαύρη κυρία που κοντοστέκεται και σιάζει τον εντυπωσιακό κεφαλόδεσμό της. Ενας νεαρός που φωνάζει κάπως αδέξια τον σκύλο του. Μια κοπέλα που λύνει με ένταση μια παρεξήγηση μιλώντας στο κινητό της τηλέφωνο. Φωκίωνος Νέγρη, στις αρχές της εβδομάδος, με ήλιο αλλά και την ψύχρα του φθινοπώρου πλέον αισθητή. Οση ώρα συνομιλούσαμε με τον Χρήστο Α. Χωμενίδη, καθισμένοι σε ένα καφέ στο οποίο συχνάζει, σχηματιζόταν από πίσω του, σαν αυτοσχέδιο φόντο της καθημερινότητας, με τα χρώματα και τους ήχους της, η πολυπολιτισμική ανθρωπογεωγραφία της περιοχής στην οποία μεγάλωσε και εξακολουθεί να ζει.
Κάποια στιγμή, ενώ ο γνωστός συγγραφέας εξηγούσε στο «Βήμα» πώς και πού διαφέρει από τον ήρωα του καινούργιου του βιβλίου με τίτλο Ο Τζίμης στην Κυψέλη, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, εμφανίζεται ένας άνδρας, τον πλησιάζει, τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη και «γεια σου, ρε Τζιμάκο!» του λέει. Ο Χωμενίδης, ελαφρώς αιφνιδιασμένος, αντιδρά γρήγορα και «εσύ είσαι πιο Τζίμης από μένα, ρε φίλε» του αντιγυρίζει. Γιατί ο άλλος ήταν πιο Τζίμης από τον ίδιο; «Μα γιατί είναι ο ιδιοκτήτης του καφέ! Ξέρετε, το είχα αυτό, μπορείτε να το πείτε και φαντασιακό απωθημένο, ήθελα να γίνω μικροεπιχειρηματίας. Ισως επειδή τέτοιου είδους μαγαζιά – ένα μίνι μάρκετ ας πούμε – λειτουργούν ως κόμβοι οικειότητας και συγχρωτισμού μέσα στις γειτονιές. Πριν από χρόνια, όταν διέμενα στην Κέρκυρα, είχα κάνει στ’ αλήθεια την απονενοημένη σκέψη να αγοράσω ένα εστιατόριο όπου απολάμβανα ιδιαιτέρως το φαγητό. Ευτυχώς με συνέφεραν και ήρθα στα συγκαλά μου, διότι είναι άλλο να τρως σε ένα εστιατόριο και άλλο να διατηρείς ένα ως ιδιοκτήτης».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος