Η νουβέλα Ενυδρείο (2014) του Γιώργου Κουτσούκου, ο οποίος έχει γεννηθεί το 1974 και έχει εκδώσει το μυθιστόρημα Το σχέδιο (2003) και το αστυνομικό μυθιστόρημα Φιλί στη θαλάμη (2007), αποτελεί μια μακρά περιπλάνηση στην πρωτεύουσα, συνδυάζοντας από τη μια πλευρά την παράδοση της αθηναιογραφίας και από την άλλη την περίπου τυχαία περιήγηση σε χώρους και τοπωνύμια της αθηναϊκής καθημερινότητας. Κι αν ο Κουτσούκος διατηρεί το ίδιο επώνυμο για τον κεντρικό του ήρωα στο αστυνομικό του μυθιστόρημα και στην πρώτη νουβέλα του, στην ανά χείρας δεύτερη νουβέλα του (και τέταρτο πεζογραφικό του βιβλίο) ο πρωταγωνιστής του επανέρχεται εκ νέου με διαφορετικό μικρό όνομα, για να ζήσει, όπως στο Ενυδρείο, στα χρόνια της κρίσης αλλά και του εγκλεισμού λόγω του κορωνοϊού.
Ο Πέτρος Καρτίνης και η Κλεονίκη είναι γύρω στα σαράντα (η Κλεονίκη μικρότερη) και ξεκινούν να κάνουν παρέα κατά την εναρκτήρια περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική όπως και η εποχή του κορωνοϊού περνούν ξυστά, κατ’ αρχάς, από το παρόν και εν συνεχεία από τις αναμνήσεις της σχέσης τους, υποσημαίνοντας από ένα πολύ διακριτικό βάθος την πορεία της. Σκοπός του Κουτσούκου είναι να επαναφέρει εδώ τη μελαγχολία, τη μοναξιά και την εσωτερική ερημιά του ήρωα του Ενυδρείου (στο Φιλί στη θαλάμη ο Καρτίνης είναι ένας τυχοδιώκτης ερευνητής φόνων) περιορίζοντάς την, όμως, αυτή τη φορά ή, μάλλον, προτιμώντας να εστιάσει την αφήγησή του στο ερωτικό σκέλος. Ο Πέτρος και η Κλεονίκη δεν θα καταφέρουν ποτέ να βρουν τι είναι εκείνο που τους έχει φέρει κοντά (ο Πέτρος μονίμως νευρικός, ανυπόμονος και ελαφρά μυγιάγγιχτος, η Κλεονίκη αποστασιοποιημένη και κάπως μυστηριωδώς απροσπέλαστη) και όλα τα αφηγηματικά πλάνα, σε μπαρ, καφετέριες και σπίτια, αποκαλύπτουν κατά τη διάρκεια της γοργής και πυκνής εναλλαγής τους το αδιέξοδο της προσέγγισης.
Πιθανόν, ο Κουτσούκος επιζητεί να υποδείξει τη συνολικότερη αδυναμία επικοινωνίας των ατόμων σε καιρούς υψηλής συλλογικής έντασης, αν λάβουμε υπ’ όψιν και τις αχνές κοινωνικοπολιτικές αναφορές του.
Η γραφή του Κουτσούκου είναι απέριττη, με μεγάλη σαφήνεια και ψυχρή, όπου είναι δραματουργικά αναγκαίο, με ιδιαίτερα ζωντανούς πλην εσκεμμένα ουδετεροποιημένους διαλόγους, που κινούνται ανάμεσα στην αφασία και στο παράλογο (άλλο ένα τεκμήριο για την απουσία οιασδήποτε επαφής). Λείπουν, παρ’ όλα αυτά, από τις Μικρές αποστάσεις, παρά το ξεκάθαρο και εύλογο μήνυμά τους, η ειρωνεία και ο πικρός αυτοσαρκασμός του Ενυδρείου, οπότε οι προειρημένοι διάλογοι είναι σαν να πάσχουν από ένα στοχαστικού τύπου επίχρισμα, κάτω από την επιφάνεια του οποίου δύσκολα μπορεί να ανακαλύψει κανείς κάτι που να συνδέεται αιτιωδώς είτε με την ιστορία των δύο ερωτευμένων είτε με τον περίγυρο που τους πιέζει και εν τέλει τους αποβάλλει. Απομένουν τα υπαινικτικά και σχεδόν σιωπηλά στιγμιότυπα της Αθήνας, οι ώρες της περιφοράς από τόπο σε τόπο, όταν τα πάντα τριγύρω παραμένουν (ή επιζητούν να παραμείνουν) αδιευκρίνιστα, καθώς και οι εικόνες μιας πολιτείας που ταξιδεύει στο σκοτεινό κενό.