Σαφώς επηρεασμένος από τους ευρωπαίους και τους αμερικανούς θεωρητικούς της λογοτεχνίας των δεκαετιών του 1960 και του 1970, ο Γιώργος Αριστηνός θητεύει με τα πεζά του στη διακειμενικότητα και στον γλωσσοκεντρισμό. Εκτός όμως από τον γλωσσοκεντρισμό, που πάει μαζί με την αναδίφηση των ιστορικών στρωμάτων της γλώσσας, ο Αριστηνός κάνει κι άλλα: καταπατά και συμφύρει λογοτεχνικά είδη και ενσωματώνει στο αφηγηματικό του πεδίο ρινίσματα δοκιμιακού ή ποιητικού λόγου, αναγνωρίζοντας τη μορφή ως τη δεσπόζουσα παράμετρο της λογοτεχνίας του: μια παράμετρος που ελέγχει κατά κράτος την παραγωγή του νοήματος, ανοίγοντας έτσι διάπλατα τις πύλες για την υποδοχή του μεταμοντέρνου. Κι αν το τελευταίο πρόκειται εν τέλει να συγκρατήσει κάποιο νόημα, αυτό δεν είναι άλλο από τη ροπή προς την αυτοκαταστροφή ή την προσέλευση στην επικράτεια του δαιμονίου και της εσχατολογίας.
Η απολογητική του Εωσφόρου, το ζεύγος του έρωτα και του θανάτου και η εμπλοκή του στο δίκτυο της αιμομιξίας, του τελετουργικού φόνου και του σαδομαζοχισμού, η λατρεία των νεκρών, αλλά και η ανάδειξη του κοινωνικού περιθωρίου και της αποστροφής των ηρώων για την κατεστημένη πραγματικότητα, με την εμπιστοσύνη να παρέχεται μόνο στην πραγματικότητα την οποία έχει επινοήσει η καλλιτεχνική φαντασία, στο πλαίσιο της ανύψωσης της γραφής σε καταστατική αρχή των πάντων: αυτά είναι τα απαραγνώριστα σημάδια της πεζογραφίας του Αριστηνού, από την οποία, πάντως, δεν θα λείψει κάποτε και ένα στοιχείο αυτοκατανάλωσης ή μηχανικισμού.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος