Από τη Ρουμανία μάς έρχεται Το Στιλέτο, ένα πολιτικό αστυνομικό μυθιστόρημα με την υπογραφή του Μπογκντάν Τεοντορέσκου (Βουκουρέστι, 1963), ο οποίος γνωρίζει από πρώτο χέρι τα παρασκήνια της πολιτικής ζωής στην πατρίδα του, αφού από το 1996 μέχρι το 1997 διατέλεσε υπηρεσιακός υφυπουργός Τύπου και ΜΜΕ. Η τοποθέτησή του στη συγκεκριμένη κυβερνητική θέση δεν ήταν τυχαία. Είχε αποκτήσει διδακτορικό δίπλωμα στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και το 1990, μετά την πτώση του καθεστώτος του Τσαουσέσκου, άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος κι από το 1997 είναι καθηγητής Πολιτικής Επικοινωνίας στην Εθνική Σχολή Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης. Με αυτά τα προσόντα μπορούσε πλέον να γράψει μια ιστορία για την πολιτική κατάσταση στη Ρουμανία και επέλεξε τη φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος. Μια καλοκαιρινή Κυριακή σε μια πλατεία του Βουκουρεστίου, ο Μύγας, ένας παπατζής, άνθρωπος του περιθωρίου που βιοπορίζεται κάνοντας ακόμα και κλοπές, δολοφονείται από κάποιον άγνωστο με μια μαχαιριά στον λαιμό. Το θύμα ήταν Τσιγγάνος και ίσως η δολοφονία του οφείλεται σε εκδίκηση ή σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Και ύστερα δολοφονείται κι άλλος Τσιγγάνος με τον ίδιο τρόπο, και τρίτος και τέταρτος, όλοι έχουν ποινικό μητρώο. Οι δολοφονίες αναστατώνουν κυρίως τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους και τους υπεύθυνους του ιδρύματος για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίοι θεωρούν πως πρόκειται για επικίνδυνες ακρότητες που μπορεί να οδηγήσουν σε αιματοχυσίες, όπως συνέβη στη Βοσνία και στο Κόσοβο. Οι μνήμες από την αλληλοσφαγή στην πρώην Γιουγκοσλαβία είναι ακόμη νωπές. Στο μεταξύ η κοινή γνώμη διχάζεται. Αλλοι θεωρούν τις δολοφονίες πλήγμα για το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία και άλλοι χειροκροτούν τον άγνωστο φονιά που αποκαλείται πλέον «Στιλέτο» και θεωρείται εκδικητής, ένας Ζορό που τα βάζει με τους παράνομους, τη μαφία και τη διεφθαρμένη αστυνομία.
Για τον συγγραφέα, οι δολοφονίες των Ρομά και οι διακρίσεις εναντίον τους είναι απλώς το πρόσχημα. Του δίνουν την ευκαιρία να σκιαγραφήσει τη ρουμανική κοινωνία μέσα από τις ειδήσεις που διοχετεύονται στον Τύπο και στα τηλεοπτικά κανάλια από εκείνους που έχουν συμφέρον να διαιωνίζεται το φαινόμενο της καταπίεσης ή της εκμετάλλευσης των Ρομά, οι οποίοι αποτελούν ένα μεγάλο μέρος του λαού, 700.000 μέχρι 2.000.000. Μαθαίνουμε πως η Ρουμανία είναι μια χώρα με ισχυρή ξενοφοβική και αντισημιτική παράδοση, όπου η δίωξη των μειονοτικών αποτελεί εθνικό σπορ. Ετσι, βλέπουμε να εμπλέκονται στη μυστηριώδη αυτή υπόθεση όλες οι εξουσίες: η νομοθετική, η εκτελεστική, η δικαστική και η λεγόμενη τέταρτη, δηλαδή οι δημοσιογράφοι. Οι εκπρόσωποί τους αντιμάχονται αλλήλους, δημιουργούνται συμμαχίες που διαλύονται ή ξαναφτιάχνονται. Αξίζει τον κόπο να σημειώσουμε μερικές φράσεις που ακούγονται, διότι είναι οικείες στους έλληνες αναγνώστες, είναι ανάλογες με εκείνες που γράφονται και στη δική μας χώρα: «δεν λέει [ο πρόεδρος της χώρας] λέξη για τη φτώχεια, λέξη για τις συντάξεις της μιζέριας, για τα νοσοκομεία όπου πεθαίνεις λίγο λίγο, για την ανεργία, λέξη γι’ αυτή τη δυστυχία που βιώνουμε…».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.