Οι δυστοπίες βρίσκονται εδώ και χρόνια στην πρώτη γραμμή της λογοτεχνικής ζήτησης τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ευτυχώς, ο Νώε (εκδ. Κίχλη) του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη δεν αποτελεί επανάληψη των ειωθότων, ίσως επειδή δεν πρόκειται ακριβώς για δυστοπία.

Η ιστορία του Χατζημωυσιάδη μιλάει για έναν καταστροφικό κατακλυσμό και για το τέλος του κόσμου, περιλαμβάνει μια κιβωτό κι έναν Νώε που αγωνίζονται να σώσουν την οικουμένη, κάνει λόγο για τον οικολογικό αφανισμό του πλανήτη (μαζί και για την κοινωνικοπολιτική του εξαχρείωση), αλλά έχει αποβάλει το οποιοδήποτε εσχατολογικό πνεύμα, δίχως επίσης να επιζητεί μια χορταστική και διεξοδική μυθοπλασία με τα αναγκαία ηθικά συμπεράσματα.

Χωρίς να εξηγεί και να ψάχνει πολλά για τους λόγους του κατακλυσμού, ο ήρωας του Χατζημωυσιάδη δεν καταγίνεται με τον Θεό ως τιμωρό του ανθρώπινου είδους και παρέα με τον σκύλο του προσπαθεί μόνο να αποσοβήσει ό,τι είναι σε θέση να αποσοβήσει ένας καθημερινός, σύγχρονος άνθρωπος. Δεν γίνεται να σώσει άλλους ανθρώπους και άλλα ζώα, δεν τον περιμένουν στο Αραράτ οι αγκάλες της άνωθεν συγχώρησης και δεν χρειάζεται να διαστείλει την περιπέτειά του με οποιοδήποτε είτε θετικό είτε αρνητικό έπος.

Μπορεί να δοκιμάσει κάτι ως εξιστορητής και αοιδός; Θα το προσπαθήσει, μαζεύοντας μοτίβα από τη Γένεση, μύθους του Αισώπου ή παραμύθια για γοργόνες και για την Κοκκινοσκουφίτσα. Μπορεί να επικαλεστεί ογκόλιθους της παγκόσμιας λογοτεχνίας και γίγαντες του Διαφωτισμού; Θα σπεύσει αγόγγυστα. Μπορεί να κρατήσει στην αδύναμη, εκ των πραγμάτων περιορισμένη αγκαλιά του μνημεία της τέχνης και του πολιτισμού; Θα το αποπειραθεί αναλόγως.

Πέρα τούτων, όμως, ο μοναχικός αφηγητής του Χατζημωυσιάδη δεν έχει τι άλλο να επινοήσει και να σκεφτεί στον ούτως ή άλλως μηδενισμένο του χρόνο. Του απομένει μία λύση, που εκπροσωπεί και τη μοναδική του ελπίδα: να αγνοήσει μακρινές κορυφογραμμές που δεν έχουν ενδεχομένως χαθεί από την άνοδο των νερών και να κωπηλατήσει με τη σακατεμένη βάρκα του στο εσωτερικό του τοπίο – στις αναμνήσεις και στα φαντάσματά του, στις σκιές και στα φωτεινά τοπία του, στις ξεχασμένες ερωτικές του αισθήσεις, στις εικόνες των τόπων οι οποίοι τον έθρεψαν όταν ήταν μικρός, στα πρόσωπα τα οποία των συντρόφεψαν στην παιδική του ηλικία, ακόμα και στις τωρινές του ψευδαισθήσεις, σε όσες εν πάση περιπτώσει εξ αυτών διαθέτουν τη δύναμη να του προσφέρουν μια ανάσα ή τον κρατήσουν έστω και στο χείλος της ζωής.

Ακολουθώντας μια τέτοια πορεία, ο Νώε του Χατζημωυσιάδη δεν θα καταλήξει, βέβαια, σε έναν οδηγό επιβίωσης – θα καταφέρει, ωστόσο, να ψυχανεμιστεί μια σωτηρία χωρίς θεϊκή παρουσία και μεταφυσική βοήθεια, μια διάσωση όχι εξ ουρανού, αλλά στο μέτρο του ανθρώπου και της ως εξ ορισμού ανασφαλούς υπόστασής του. Και αυτό το ανθρώπινο μέτρο είναι και το μέτρο της πεζογραφίας του Χατζημωυσιάδη: δραστικά χαμηλότονη και ευφυώς ελλειπτική. Και επιπροσθέτως, σκηνοθετικά εγρήγορη και γλωσσικά υποδειγματική.