Οταν τον συναντήσαμε τις προάλλες, το πρώτο πράγμα που ζητήσαμε από τον Χρήστο Αστερίου ήταν να μας υπενθυμίσει αν καπνίζει. «Οχι, δεν καπνίζω. Είχα δοκιμάσει παλαιότερα και τσιγάρο και πούρο, αλλά δεν εθίστηκα ποτέ στον καπνό. Εχω υπάρξει περιστασιακός ή κοινωνικός καπνιστής – αυτό που λένε οι Γερμανοί «ψευδοκαπνιστής». Θυμάμαι όμως τη μητέρα μου στο σπίτι, φανατική καπνίστρια, να μην αποχωρίζεται ποτέ τα Καρέλια της». Το νέο του βιβλίο με τίτλο Μικρές αυτοκρατορίες: Μuratti / Ενας αποχαιρετισμός είναι ένα υβριδικό αφήγημα στην έκταση μιας νουβέλας, με πολλά ντοκουμέντα αλλά στοιχειώδη μυθοπλασία, μέσω του οποίου ο ίδιος αναπλάθει την ιστορία της γνωστής σε όλους – ακόμη και σε αυτούς που δεν καπνίζουν – καπνοβιομηχανίας.
Ομως, τι ακριβώς ξέρουμε σήμερα για το παρελθόν της και, εν πάση περιπτώσει, γιατί μας αφορά; «Τα τελευταία πέντε χρόνια τα έζησα στο Βερολίνο. Μια μέρα, πίνοντας καφέ στο Κρόιτσμπεργκ, ένας φίλος ανέφερε ότι εκεί κοντά υπήρχε κάποτε ένα εργοστάσιο της συγκεκριμένης εταιρείας. Οταν μου επισήμανε ότι o ιδιοκτήτης ήταν Ελληνας, με εξέπληξε. Δεν είχα ξανακούσει τέτοιο πράγμα…» είπε προς «Το Βήμα» ο 50χρονος συγγραφέας. «Οπότε άρχισα να το ψάχνω, γεγονός που εξελίχθηκε σε μια έρευνα η οποία κράτησε τέσσερα χρόνια. Επισκέφθηκα αρχεία και πραγματοποίησα δύο ταξίδια, ένα στο Μάντσεστερ και ένα στο Τζέρσι, ένα από τα νησιά της Μάγχης. Λοιπόν, οι αδελφοί Muratti, οι αδελφοί Μουράτογλου δηλαδή, ήταν Ελληνες με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα κατάφεραν να επεκτείνουν σημαντικά τις εμπορικές τους δραστηριότητες, από την Κεντρική Ευρώπη ως την Αγγλία. Το ενδιαφέρον μου πυροδοτήθηκε από το ελληνικό στοιχείο, προφανώς. Το πιο συγκινητικό μάλιστα σε αυτό είναι ότι ο πατριάρχης-ιδρυτής της καπνοβιομηχανίας Βασίλειος (Μπαζίλ) Μουράτογλου, ένας οθωμανός υπήκοος του 19ου αιώνα για τον οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτα, φρόντισε να δώσει στους δύο γιους του αρχαιοελληνικά ονόματα, Σοφοκλής και Δημοσθένης. Πέραν αυτού, όμως, συνέτρεχε και μια άλλη παράμετρος στο εγχείρημα, πιο προσωπική. Εγώ τότε ετοιμαζόμουν σε έξι μήνες να φύγω από το Βερολίνο, οπότε άρχισα να σκέφτομαι, αφενός, πώς είναι δυνατόν εκείνοι οι άνθρωποι – Ελληνες που είχαν μια τόσο έντονη παρουσία σε μια τόσο μεγάλη μητρόπολη – να έχουν εξαφανιστεί εντελώς από τη μνήμη της και, αφετέρου, τι σήμαινε το δικό μου ελάχιστο ίχνος σε αυτήν».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος