David Brewer
Ελλάδα 1940-1949. Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος
Μετάφραση Κατερίνα Σέρβη
Εκδόσεις Πατάκη, 2018
σελ. 448,τιμή 19,90 ευρώ
«Η Ελλάδα μετά την απελευθέρωση βρισκόταν σε τραγική κατάσταση. Στην ύπαιθρο είχαν καταστραφεί περισσότερα από 2.000 χωριά, […] οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις – ελαιώνες, αμπελώνες και καπνοκαλλιέργειες – είχαν καταστραφεί κι αυτές. Η βιομηχανία δεν μπορούσε να λειτουργήσει γιατί ουσιαστικά έλειπαν οι πρώτες ύλες. […] Το μισό οδικό δίκτυο και σχεδόν όλες οι σημαντικές οδογέφυρες είχαν αχρηστευτεί. Τουλάχιστον τα δύο τρίτα αυτοκινήτων, φορτηγών και λεωφορείων είχαν παροπλιστεί. Οσον αφορά τους σιδηροδρόμους, η βασική γραμμή προς τον βορρά και τα σιδηροδρομικά οχήματά της είχαν διαλυθεί ολοκληρωτικά από τους Γερμανούς κατά την υποχώρηση του 1944. […] Ολα τα λιμάνια είχαν πληγεί, ιδίως του Πειραιά, το οποίο ήταν γεμάτο από πλοία βυθισμένα σκόπιμα ώστε να παρεμποδίζεται η χρήση του». Η περιγραφή του Ντέιβιντ Μπρούερ για τη μετακατοχική Ελλάδα είναι εύγλωττη και συνάμα τραγική, ειδικά από τη στιγμή που η συνέχεια είναι γνωστή στον αναγνώστη – μια χώρα που έχει υποστεί τα δεινά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι έτοιμη διά των πράξεων και των παραλείψεων της ηγεσίας της να διολισθήσει στη δίνη του Εμφυλίου. Στο βιβλίο «Ελλάδα 1940-1949» ο βρετανός ιστορικός δίνει με εύληπτο, λιτό και ισορροπημένο τρόπο τα πεπραγμένα μιας καταστροφικής δεκαετίας.
Ακολουθώντας μια πάγια πρακτική της αγγλοσαξονικής ιστοριογραφίας, ο Μπρούερ προσωποποιεί την αφήγησή του. Ο εγκλεισμός των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στο γκέτο, η εκτόπιση και η μεταφορά τους στο Αουσβιτς περνούν μέσα από τα απομνημονεύματα της Ερικας Κούνιο και του Ηλία Αελιών, η αντίσταση στην Κρήτη μέσα από τις αναμνήσεις των βρετανών σαμποτέρ Μπίλι Μος, Ζαν Φίλντινγκ και Πάτρικ Λη Φέρμορ, οι παιδουπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης και οι αντίστοιχες κομμουνιστικές εκτός Ελλάδας μέσα από τις αφηγήσεις ενηλίκων που τις είχαν βιώσει στην παιδική τους ηλικία. Παρακολουθώντας την πορεία της ιστορίας μέσω των προσώπων ο συγγραφέας αποφεύγει το πρόβλημα πολλών έργων που ασχολούνται με τη συγκεκριμένη εποχή – τη δυσχέρεια του προσανατολισμού του αναγνώστη σε ένα τοπίο κατακερματισμένο από γεγονότα, η μνήμη των οποίων μάλιστα παραμένει νωπή ακόμη και σήμερα. Το δυναμικότερο στοιχείο του βιβλίου του Μπρούερ, άλλωστε, είναι η απλοποίηση του περίπλοκου πλέγματος της πολιτικής κατάστασης, ιδιαίτερα όσον αφορά τις κρίσιμες περιστάσεις μετά την Κατοχή της χώρας από τους Γερμανούς τον Απρίλιο του 1941, που οδήγησαν τελικά στα Δεκεμβριανά και από εκεί στον Εμφύλιο. Εξαιρετικά κατατοπιστικό όσον αφορά τα βασικά στοιχεία των πεπραγμένων της εξόριστης κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή (συνομιλίες Καΐρου, στάση βασιλιά Γεωργίου Β’, κίνημα του ναυτικού το 1944, πρωθυπουργία Γεωργίου Παπανδρέου, συνέδριο Λιβάνου, συμφωνία της Καζέρτας), το κείμενο καθοδηγεί αποτελεσματικά τον αναγνώστη μέσα από τον λαβύρινθο των εξελίξεων. Παρά τη συμπάθεια του συγγραφέα προς τον φιλελευθερισμό της αστικής μερίδας, δεν λείπουν οι επισημάνσεις για τις υστερήσεις της: η έλλειψη ηγετικών ικανοτήτων του Σοφοκλή Βενιζέλου, η αναποφασιστικότητα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, η πιεστική στάση του βασιλιά Γεωργίου για πρώιμη επιστροφή του στην Ελλάδα, η ευνοιοκρατία που επέδειξε ο Νικόλαος Πλαστήρας στην πρωθυπουργία του μετά τα Δεκεμβριανά ήταν μερικά μόνο στοιχεία του ηγετικού ελλείμματος του προπολεμικού πολιτικού κόσμου.
Η εμπλοκή του ΚΚΕ
Οσον αφορά το καίριο ζήτημα μετά την απελευθέρωση, αυτό της κατοχής και της διεκδίκησης της εξουσίας, ο συγγραφέας παρατηρεί ότι «[σκοπός] του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και πίσω από αυτούς του Κομμουνιστικού Κόμματος […] ήταν προφανώς να πάρουν την εξουσία, αλλά αυτός είναι εν πάση περιπτώσει ο στόχος κάθε σοβαρής πολιτικής οργάνωσης. Το ερώτημα είναι αν σκόπευαν να το επιτύχουν με δημοκρατικά μέσα ή με τη βία». Προκειμένου να τεκμηριώσει την απάντησή του ο Μπρούερ παραπέμπει στην αμέσως προηγούμενη χρονική στιγμή, εκείνη της Αντίστασης, όπου οι κομμουνιστές είχαν δράσει «συμπράττοντας με τους Βρετανούς όταν η συνεργασία έμοιαζε επωφελής, αλλά χτυπώντας τις αντίπαλες αντιστασιακές δυνάμεις όταν τους δινόταν η δυνατότητα». Προσθέτει ότι «οι καθοδηγητές του ΕΑΜ ήταν διχασμένοι· κάποιοι, όπως ο Σβώλος και κατά πάσα πιθανότητα και ο Σιάντος, έκλιναν προς τη μετριοπάθεια, ενώ άλλοι, όπως οι περισσότεροι διοικητές του ΕΛΑΣ, ήταν υπέρ της επιθετικότητας». Στο πλαίσιο αυτό ο Μπρούερ τάσσεται υπέρ της άποψης πως θα πρέπει να απορριφθούν τόσο οι συνωμοσιολογικές όσο και οι πλήρως αθωωτικές προσεγγίσεις: «η καλύτερη ερμηνεία της τακτικής των κομμουνιστών φαίνεται να είναι και η απλούστερη: Ηταν καιροσκόποι. Θα έπαιρναν την εξουσία με το ελάχιστο κόστος, με ειρηνικά και δημοκρατικά μέσα, εφόσον αυτό ήταν εφικτό· και, αν όχι, διά της βίας».
Με παρόμοιους όρους αμφιταλάντευσης ορίζεται και η περίοδος μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Ο Νίκος Ζαχαριάδης φαίνεται να απορρίπτει τη βία τασσόμενος υπέρ ελεύθερων και δίκαιων εκλογών, ενώ ο Αρης Βελουχιώτης αρνείται τη συμφωνία, καταγγέλλεται από το κόμμα και οδηγείται τελικά στην αυτοκτονία. Στην πορεία προς τις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 η ηγεσία του ΚΚΕ αλλάζει διαδοχικά στάση στις αρχές του χρόνου τασσόμενη υπέρ και κατά της συμμετοχής, ώσπου τον Φεβρουάριο του 1946 η Κεντρική Επιτροπή «αποφάσισε να προωθηθεί η οργάνωση ενός νέου ένοπλου αγώνα ενάντια στο αποκαλούμενο μοναρχοφασιστικό όργιο». Ο Μπρούερ κάνει λόγο για την τρομοκρατία των δεξιών ομάδων κατά της Αριστεράς με προεξάρχουσα την οργάνωση Χ, ωστόσο αποφεύγει να τη θεωρήσει ως πλήρως επαρκή δικαιολόγηση της μεταβολής της στάσης του κομμουνιστικού κόμματος σε σχέση με τις εκλογές εγγράφοντάς τη σε επάλληλους κύκλους βίας και αντεκδικήσεων – «αμοιβαίας τρομοκρατίας», όπως γράφει. Υποδεικνύει πως «η επιλογή της συμμετοχής ή της αποχής ήταν ρητά, κατά τον Ζαχαριάδη, επιλογή βέλτιστου τρόπου προετοιμασίας για την ένοπλη σύγκρουση».
Το τέλος του Εμφυλίου
Η σύγκρουση κρίθηκε τελικά από την υπεροπλία που προσέδωσε σταδιακά στον κυβερνητικό στρατό η αμερικανική βοήθεια που διαδέχθηκε τη βρετανική στο πλαίσιο του Δόγματος Τρούμαν από το 1947 και η ολέθρια, κατά τον Μπρούερ, απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ να εγκαταλείψει τον ανταρτοπόλεμο για χάρη του συμβατικού. Στο τέλος της περιπέτειας καταμετρώνται και πάλι ερείπια: «Πάνω από 24.000 άντρες του Δημοκρατικού Στρατού και πάνω από 16.000 των κυβερνητικών δυνάμεων έχασαν τη ζωή τους, ενώ πάνω από 5.000 πολίτες εκτελέστηκαν από τα κομμουνιστικά στρατεύματα ή σκοτώθηκαν από νάρκες· χιλιάδες ακόμη υπήρξαν τραυματίες ή αγνοούμενοι. […] Περίπου 62.000 σπίτια και αγροικίες καταστράφηκαν». Ωστόσο, για τον συγγραφέα οι υποδομές, η αγροτική και βιομηχανική παραγωγή δέχθηκαν την τόνωση των κεφαλαίων του Σχεδίου Μάρσαλ, ενώ παραπέμπει στις μεταπολεμικές περιγραφές των βιβλίων του μόνιμου πια κατοίκου Ελλάδας Πάτρικ Λη Φέρμορ για να τεκμηριώσει τη θέση ότι η κοινωνική συνοχή και δομή της χώρας παρέμειναν άθικτες. Ενδεχομένως τόσο ο Φέρμορ όσο και ο Μπρούερ να ενδίδουν εδώ σε ένα είδος βρετανικού φιλελληνικού ρομαντισμού που αντιπαραθέτει στις πληγές του Εμφυλίου τις αντοχές των πολιτισμικών σταθερών της παραβλέποντας ότι για τη θεραπεία των τραυμάτων χρειάστηκε μεγάλο μέρος της δεκαετίας του ‘50. Ανεξάρτητα από το γεγονός αυτό, πάντως, το βιβλίο του Ντέιβιντ Μπρούερ αποτελεί εξαιρετικό έργο για τον μέσο αναγνώστη στον οποίο και απευθύνεται, ιδανική αφετηρία για να ξεκινήσει κανείς μια διερεύνηση της δύσκολης δεκαετίας 1940-1949.