Η περίπλοκη σχέση μεταξύ Ιωάννη Μεταξά και Ελευθέριου Βενιζέλου, η οποία από τη συνεργασία περνά στη ρήξη και, τελικά, στη θανάσιμη αντιπαλότητα στον Μεσοπόλεμο, είναι το αντικείμενο της μελέτης της Μαρίνας Πετράκη. Στο απόσπασμα του βιβλίου που ακολουθεί περιγράφονται η αποδοχή της θέσης του υπασπιστή του Βενιζέλου από τον Μεταξά το 1910, οι αμφιβολίες, οι ενδοιασμοί και η γνώμη του για τον πρωθυπουργό.
Η πρώτη αντίδραση του Ιωάννη Μεταξά στην πρόσκληση, η οποία τον βρίσκει απροετοίμαστο, είναι δυσπιστία, προβληματισμός και αγωνία για την επικείμενη συνάντηση με τον εκλεκτό άνθρωπο των επαναστατών του Στρατιωτικού Συνδέσμου, τους οποίους θεωρεί υπευθύνους για τα δεινά που έχει υποστεί και για τους οποίους τρέφει αγεφύρωτο μίσος. Η προοπτική ανάθεσης αξιώματος από τον Βενιζέλο, η ταχεία άνοδος του οποίου τον έχει αιφνιδιάσει, του δημιουργεί απίστευτη αναστάτωση, καθώς αναρωτιέται για τα κίνητρα του πρωθυπουργού και αν η θέση που θα του προσφερόταν θα ήταν ανάλογη των προσόντων και των ικανοτήτων του. Καθώς ετοιμάζεται να τον συναντήσει, μύριες σκέψεις και συναισθήματα κατακλύζουν το μυαλό του, συγκίνηση, ενθουσιασμός, θυμός και δυσπιστία, που αποτυπώνονται στις αντιφατικές και δυσνόητες προτάσεις που καταγράφονται στο Ημερολόγιό του και μαρτυρούν την εσωτερική του αναστάτωση. «Θα εζήτουν την θέσιν, της οποίας η εργασία θα μοι ανετίθετο. Ωστε θα κατήντα να μη εδεχόμην. Διότι δεν ήτο δυνατόν να μοι εδίδετο τοιαύτη θέσις». Ψυχολογικές μεταπτώσεις που θα επαναλαμβάνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας των δύο ανδρών. Μετά από συζήτηση με τη σύζυγο και μυστικοσύμβουλό του, ο Μεταξάς αποφασίζει ότι «Μόνον μία θέσις ήτο δι’ εμέ δυνατή, εξ όσων πιθανώς θα μου προσέφερον: η του υπασπιστού». Με «τοιαύτας σκέψεις» και αφού αλλάζει ενδυμασία σπεύδει στο ραντεβού του με τον Βενιζέλο κυριευμένος από ένα βαθύ αίσθημα δυσπιστίας. Ο Κρητικός πραγματιστής χωρίς ιδεοληψίες και χωρίς να έχει κανέναν ουσιαστικό λόγο να διάκειται δυσμενώς απέναντι στον Μεταξά τον περιμένει μόνος του στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Στο Ημερολόγιό του ο Μεταξάς καταγράφει τον «περίπου» διάλογο μεταξύ των δύο ανδρών που αφορά την αξιοθρήνητη κατάσταση των ενόπλων δυνάμεων:
Βενιζέλος: Γνωρίζετε εις ποίαν αξιοθρήνητον κατάστασιν περιήλθομεν, ώστε να υπομένωμεν τας ταπεινωτικάς προκλήσεις των Τούρκων, χωρίς να δυνάμεθα να αμυνθώμεν της τιμής μας. Εχω απόφασιν να εργασθώ ανενδότως εις την δημιουργίαν στρατού αρτίου και εις την εμπέδωσιν αυστηράς πειθαρχίας. Ζητώ την συνδρομήν σας εις το έργον μου τούτο. Διά τούτο σας προσφέρω την θέσιν του πρώτου μου υπασπιστού.
Μεταξάς: Θέλω πράξει ό,τι μου είναι δυνατόν εις το να σας συντρέξω εις ό,τι μου εξεθέσατε. Δέχομαι.
Η αποδοχή της θέσης του υπασπιστή και η απόφασή του να τον «συντρέξει» ικανοποίησε και ηρέμησε, σύμφωνα με τον Μεταξά, τον Βενιζέλο, ο οποίος βρισκόταν σε «εσωτερική ανησυχία» φοβούμενος τυχόν άρνηση του Μεταξά, καθώς, όπως είπε, «δεν εύρον εις όλους προθυμίαν εις το να με συντρέξωσιν. […] Είμαι ηναγκασμένος του λοιπού να μη ερωτώ κανένα αν δέχεται ή όχι, αλλά να διατάσσω». Παράλληλα, του γνωστοποιεί ότι θα συνεργαζόταν με έναν άλλο αξιωματικό, τον Νίδερ, που είχε ήδη διοριστεί προσωπάρχης του:
Βενιζέλος: Προσωπάρχης θα είναι ο κ. Νίδερ. Ευρίσκεσθε εις καλάς σχέσεις μαζύ του;
Μεταξάς: Βεβαίως, τον διαβεβαίωσα.
Βενιζέλος: Ωστε θα δύνασθε να συνεργασθήτε.
[…]
Στο σημείο αυτό, ο Μεταξάς αφιερώνει μία σελίδα στο Hμερολόγιό του καταγράφοντας την εντύπωση, αλλά κυρίως την εσωτερική πάλη, που του προξένησε η συνάντησή του με τον Βενιζέλο, η οποία του εξασφάλισε την πρόσληψή του στη θέση που επιθυμούσε, θέση η οποία τον ικανοποίησε μεν, αλλά δεν τον ενθουσίασε. Η υπέρμετρη υπερηφάνεια και η καχυποψία του του δημιουργούν ερωτήματα για την απόφασή του. («Ηθελα να είχα την δύναμιν να αρνηθώ, και να μείνω απ’ έξω, […] να απαιτήσω τον κανονισμόν της εν τω στρατώ θέσεώς μου, ανάλογον προς την αξίαν μου. […] Τι με έκαμε να φανώ διαλλακτικώτερος; Αδυναμία θελήσεως […]; Δίψα επανόδου εις ισχύν, έστω και οπωσδήποτε;») Τις απαντήσεις δεν θα τις βρει («όσον και αν εξιχνίασα την συνείδησίν μου»). Την ίδια ώρα έχει επίγνωση της δύσκολης θέσης στην οποία βρίσκονται οι οπαδοί της μοναρχίας με την εκλογή του Βενιζέλου («Και έπειτα βλέπω πλέον ότι ηττήθημεν οριστικώς […]») και αναγνωρίζοντας την αδυναμία του να αρνηθεί ή να επιβάλει τους όρους του δέχεται, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος, τον έντιμο συμβιβασμό να συνδράμει «προς σωτηρίαν του Στρατού». Ωστόσο, η συνδρομή αυτή δεν επηρεάζει διόλου τις πεποιθήσεις του, στις οποίες παραμένει πιστός, και την απόλυτη αφοσίωσή του στη δυναστεία.
Η πρώτη αυτή εγγραφή στο Ημερολόγιο είναι άκρως εντυπωσιακή, καθώς δείχνει την πάλη που λαμβάνει χώρα στην ψυχή του Μεταξά. Μια πάλη ανάμεσα στο καθήκον του να φανεί τίμιος και χρήσιμος στον «παντοδύναμον Πρωθυπουργόν», που απροσδόκητα του προσέφερε χείρα βοηθείας σε μια δύσκολη γι’ αυτόν στιγμή, και στο συναίσθημά του, που του υπαγόρευε να φερθεί αδιάλλακτα και να αρνηθεί την προσφορά από τον άνθρωπο του Συνδέσμου. Η πάλη του Μεταξά ανάμεσα στη λογική, που κατέληγε στη γόνιμη συνεργασία των δύο ανδρών, και το θυμικό του, που τον οδηγούσε σε αμφισβήτηση, δυσπιστία και αντιπάθεια προς τον πρωθυπουργό, ο οποίος τον εκτιμούσε και τον εμπιστευόταν, θα κυριαρχούσε στη ζωή του Ιωάννη Μεταξά, οδηγώντας άλλοτε σε παραγωγική και πολύτιμη συνεργασία και άλλοτε σε ρήξη με ολέθρια αποτελέσματα.
Στις 6 Οκτωβρίου 1910 ο Μεταξάς διορίζεται υπασπιστής και στρατιωτικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Βενιζέλου, που του προξένησε καλύτερη εντύπωση από ό,τι περίμενε. «Δεν μου έκαμεν όμως εντύπωσιν επιβλητικού ανθρώπου». Την επόμενη μέρα, γεμάτος καχυποψία για τα πραγματικά κίνητρα του Βενιζέλου, αλλά και εκνευρισμένος με τον εαυτό του για την απόφασή του να δεχτεί, αναλαμβάνει τα νέα του καθήκοντα στο Υπουργείο Στρατιωτικών κάνοντας την αυτοκριτική του: «Αβεβαιότης ολεθρία, εις την οποίαν κυμαίνομαι, από χίλια-δύο περιστατικά ωθούμενος, δούλος και όχι κύριος των περιστάσεων». Η ανησυχία και αγωνία του ότι υπέκυψε στις αξιώσεις του Βενιζέλου («Τι κακά έκαμα να δεχθώ!») εντείνεται, καθώς πληροφορείται ότι ο Δούσμανης, παρά τις υποσχέσεις που είχε λάβει από τον πρωθυπουργό, δεν προσκλήθηκε ακόμα να αναλάβει θέση. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τον Δούσμανη, ο Βενιζέλος συναντήθηκε μαζί του τον Φεβρουάριο του 1910 και τον συμβουλεύτηκε για την κατάσταση του στρατού. Οταν ο Βενιζέλος κλήθηκε από τον βασιλιά Γεώργιο να σχηματίσει κυβέρνηση, ο Δούσμανης συνάντησε εκ νέου τον μέλλοντα πρωθυπουργό, ο οποίος του ζήτησε να δεχτεί να συνεργαστεί μαζί του στο Υπουργείο Στρατιωτικών μαζί με τους εργασθέντες με αυτόν αξιωματικούς στην κυβέρνηση Θεοτόκη. Σε συνάντησή του με τον βασιλιά, ο Βενιζέλος, ερωτηθείς «τι σκέπτεται να κάμη διά στρατόν», εκείνος απάντησε «Θα πάρω τον Δούσμανη…». Ωστόσο, ο Βενιζέλος δεν κάλεσε τον Δούσμανη αλλά τον Μεταξά, γεγονός που έφερε τον υπασπιστή του σε δύσκολη θέση και του δημιούργησε μεγάλη ψυχική αναστάτωση, ενδεχομένως και ενοχές, καθώς έτρεφε μεγάλη εκτίμηση («ικανώτατος άνθρωπος, και μεγίστης χρησιμότητος») και υποχρέωση προς τον Δούσμανη, ο οποίος ήταν ο προϊστάμενός του και ο προστάτης του στο Επιτελείο του διαδόχου. Το γεγονός της μη πρόσληψης του Δούσμανη ενίσχυσε, σύμφωνα με την εγγραφή στο Ημερολόγιό του, την άποψή του ότι ο Βενιζέλος παρέμενε ένα αδύναμο όργανο των αξιωματικών της επανάστασης.