Η επινόηση και κατασκευή της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους υπήρξε προϊόν αντιγνωμιών, αντιφάσεων και συμβιβασμών. Πόλη κατεστραμμένη και ερειπωμένη μετά το 1826, με τεράστιο όμως αρχετυπικό, συμβολικό φορτίο για τη διαφωτισμένη Δύση, εμμονική με το αρχαιοελληνικό μοντέλο. Στο νέο μητροπολιτικό κέντρο δεν επιβλήθηκε ενιαίος, συμπαγής νεοκλασικισμός, αλλά παλίμψηστο ποικίλων νεοκλασικιστικών προτάσεων, από το αρχαιοελληνικού ιδεασμού μοντέλο του Σίνκελ, στην πρόταση των Κλεάνθη και Σάουμπερτ, κράμα Ιστορίας και επικαιρότητας, έως το ρεαλιστικότερο σχέδιο του Κλέντσε. Επιλογές που εξυπηρετούσαν αισθητικά και στρατηγικά τους τότε εθνικούς στόχους και αδυνατούσαν να δουν την επίδραση του οθωμανικού-ανατολίτικου στοιχείου, λειτουργικά παρόντος ωστόσο στον λαϊκό πολιτισμό. Μεταξύ παρεμβατικού κρατικού συγκεντρωτισμού και αναρχίας (αυθαίρετη δόμηση, καταπάτηση εδαφών), οι μακρόπνοες πολεοδομικές και εκσυγχρονιστικές στρατηγικές στη συνάντησή τους με τη συγκυριακή μικρομεσαία διαχείριση της αστικής χωροταξίας κατέληξαν στην ποικιλοχρωμία ενός sui generis αθηναϊκού νεοκλασικισμού. Το 1985 η Αθήνα χρίστηκε πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης και ο Γιάννης Τσιώμης (1944-2018) οργάνωσε την έκθεση «Αθήνα: ευρωπαϊκή υπόθεση», στηριζόμενος στο υλικό της πρόσφατης διδακτορικής του διατριβής (1983) που, μεταφρασμένη τώρα στα ελληνικά (Η Αθήνα ξένη στον εαυτό της, ΠΕΚ), υπενθυμίζει την πειραματική και αυθαίρετη διαμόρφωση του άστεως. Αρχιτέκτονας, πολεοδόμος, ιστορικός των πόλεων, με σπουδές στην Αθήνα και στο Παρίσι, όπου έζησε και εργάστηκε από το 1967 έως τον θάνατό του, πολυβραβευμένος σε διεθνείς αρχιτεκτονικούς και πολεοδομικούς διαγωνισμούς, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Αρχιτεκτονικής, πανεπιστημιακός δάσκαλος και ερευνητής, ο Τσιώμης διατηρούσε πάντα ζωντανό το ενδιαφέρον του για τη γενέθλια Αθήνα.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος