Ο δημοσιογράφος Κώστας Λασκαράτος (από το 2014 εργάζεται στη δημόσια τηλεόραση), έχοντας σχετικές σπουδές, βασικές και μεταπτυχιακές, καταπιάνεται εδώ με μια αρκούντως πονεμένη ιστορία, την πολιτιστική διπλωματία της χώρας μας. Εξυπακούεται ότι για να έχει ένα κράτος πολιτιστική διπλωματία, το πλαίσιο δηλαδή της ανάδειξης, της προώθησης και της εκμετάλλευσης (η λέξη δεν είναι ανίερη) του λεγόμενου «συγκριτικού πλεονεκτήματος» το οποίο υποτίθεται ότι διαθέτουμε σε διεθνές μάλιστα επίπεδο, πρέπει πρώτα, το κράτος πάντοτε, να έχει συστηματική πολιτική για τον πολιτισμό. Πλην όμως, για να έχει μια τέτοια πολιτική, πρέπει ήδη να υπάρχει και μια έμπρακτη βούληση προς την ανάλογη κατεύθυνση. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο συγγραφέας στα πορίσματά του, «καθίσταται σαφές πως δεν υφίσταται μέχρι σήμερα ένα εθνικό σχέδιο, που να θέτει στόχους για συγκεκριμένα οφέλη τα οποία μπορεί να αποκομίσει ο τόπος από την πολιτιστική δυναμική του». Ο ίδιος δεν εκπλήσσει, έρχεται να επιβεβαιώσει τη γενική εντύπωση και να μας υπενθυμίσει το μέγεθος και το βάθος του προβλήματος. Το βιβλίο του πάντως είναι χρήσιμο, συνδυάζει τη θεωρία με την πρωτογενή έρευνα, με επίκεντρο «τον πολιτισμό ευρύτερα, αλλά και συγκεκριμένα μουσεία στενότερα, επιχειρώντας να ανιχνεύσει τη θέση τους στη σημερινή ελληνική κοινωνία, τη συμμετοχή τους στην ανάπτυξη πολιτιστικών διαλόγων σε πολιτική και διπλωματία, αλλά και τον ρόλο που τελικά διαδραματίζουν στην ενίσχυση της διεθνούς αλληλοκατανόησης». Εν προκειμένω, ως παραδείγματα λειτουργούν: το Νέο Μουσείο Ακρόπολης, οι Βασιλικοί Τάφοι της Βεργίνας, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας, το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και το Μουσείο Ολοκαυτώματος της Θεσσαλονίκης.
Έντυπη έκδοση
Βιβλία
Έντυπη έκδοση