Στο βάθος ενός καφέ της Φωκίωνος Νέγρη στην Κυψέλη ενώ ένα ζωηρό πλήθος πηγαινοέρχεται έξω, συνομιλούμε με την ποιήτρια Αριστέα Παπαλεξάνδρου για την ποίηση όχι όπως τη ζει ως δημιουργός αλλά όπως την παρατηρεί ως ερευνήτρια φιλόλογος. Αφορμή η δίτομη μελέτη της Δρέποντας τα όστρακα των διθυράμβων τους (εκδ. Ενύπνιο), η έκδοση της διδακτορικής της διατριβής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, με αντικείμενο τις μνείες, κρίσεις κι επικρίσεις για την ποίηση των Ελληνίδων στο διάστημα 1974-2000.
Οπως εξηγεί, οι γυναίκες γράφουν, δημοσιεύουν και εκδίδουν πολλή ποίηση στα 27 έτη που μελετά, ποίηση η οποία απασχολεί την κριτική, ωστόσο «τα εμπεριστατωμένα θεωρητικά κείμενα για ποιήτριες είναι πολύ λιγότερα σε σύγκριση με αυτά που είναι γραμμένα για ποιητές».
Θα έλεγε κανείς πως οι ποιήτριες δεν αντιμετωπίζονται πολύ σοβαρά από την ελληνική – κατεξοχήν ανδροκρατούμενη – κριτική της εποχής. Ηταν μια εντύπωση και μια υπόθεση εργασίας την οποία διερεύνησε μεθοδικά σε πλήθος λογοτεχνικών περιοδικών, στις φιλολογικές σελίδες εφημερίδων, σε Ανθολογίες και Ιστορίες λογοτεχνίας, με έναρξη το πολύσημο 1974 και χρονικό τέρμα το 2000, όταν γίνεται η πρώτη δική της εμφάνιση με το ποιητικό βιβλίο Δύο όνειρα πριν (εκδ. Μανδραγόρας, 2000). «Ηταν δεδομένο ότι δεν θα μελετούσα μια περίοδο στην οποία θα συγκαταλεγόμουν ως δημιουργός και η ίδια» διευκρινίζει.
Μεταπολίτευση και φύλο
Περίπου 320 κριτικά σημειώματα έχει αποδελτιώσει στο διάστημα 1974-1980. «Ο κριτικός λόγος για τις ελληνίδες ποιήτριες αποτυπώνει τις κοινωνικοπολιτικές ζυμώσεις και τις φεμινιστικές διεκδικήσεις αυτών των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων και εστιάζει συχνά στα έμφυλα χαρακτηριστικά της γραφής, στην αισθησιακότητα ή στη σεξουαλικότητα» επισημαίνει.
Ενδιαφέρον έχουν στα χρόνια αυτά τα ειδικά αφιερώματα στη γυναικεία ποίηση συλλήβδην, που έχουν και ρόλο ρυθμιστικό στην πρόσληψη των γυναικών δημιουργών. Μάλιστα, όπως υπογραμμίζει η Παπαλεξάνδρου, «οι έπαινοι για μια ποιήτρια αποκτούν μεγαλύτερη αξία όταν γίνονται σε συνάρτηση με άλλες άξιες λόγου ποιήτριες». Παράλληλα, το ίδιο διάστημα παρατηρεί τις «προσπάθειες ετεροκαθορισμού των ποιητριών σε συνάρτηση με σημαντικούς άνδρες της λογοτεχνίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Πολυδούρη, που η αρχή της πρόσληψής της γίνεται μέσω Καρυωτάκη».
1980: Η δεκαετία της καθιέρωσης
Η έρευνά της σε περισσότερες από 2.000 βιβλιοκρισίες αναδεικνύει ένα παλίμψηστο σχολίων και γνωμών, που για πρώτη φορά παρουσιάζεται συγκεντρωτικά. Σημαντική στο διάστημα αυτό θεωρεί τη δεκαετία του 1980. Στα 670 κριτικά κείμενα για ελληνίδες ποιήτριες που εντοπίζει «δεν λείπουν ασφαλώς διδακτισμοί, εμπάθειες και αντιφεμινιστικά και προσβλητικά σχόλια, ωστόσο στη δεκαετία αυτή είναι διάχυτη μια εξοικείωση της κριτικής με τη γυναικεία θεματική, η κριτική ενσωματώνει ένα λεξιλόγιο που αφορά το σώμα, τη γυναικεία φυσιολογία και τη μητρότητα, επίσης γίνεται χρήση θεωρητικής ορολογίας στις κριτικές και συσχέτιση των ποιητριών με λογοτεχνικά ρεύματα, φιλοσοφικές ιδέες καθώς και παραλληλισμός τους με εμβληματικές προσωπικότητες των παγκόσμιων γραμμάτων. Ολα αυτά συμβάλλουν στην καθιέρωση των ποιητριών ως υπολογίσιμων φωνών της λογοτεχνίας μας».
1990: Εκρηξη ονομάτων
Συνέπεια της καθιέρωσης αυτής, έχουμε τη δεκαετία του 1990 μια «έκρηξη ονομάτων ποιητριών που γίνονται ποικιλοτρόπως θέμα συζήτησης. Το 1993 η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ επικρίνεται για τη φιλοσοφική μεταστροφή της, που θεωρείται έξω από τα νερά της, και το 1994 η Μαρία Λαϊνά, που είχε τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, επικρίνεται για κρυπτικότητα. Ωστόσο, από τα μέσα της δεκαετίας και μετά στη συζήτηση θα κυριαρχήσει η Κική Δημουλά, με θετικά αλλά και αρνητικά δημοσιεύματα. Μετά το πολύκροτο, πλέον, ανώνυμο δημοσίευμα στην «Ελευθεροτυπία» «Η Κική πλένει τα πιάτα…» (1997), με αφορμή τη δημοσίευση εκτενούς συνομιλίας της Δημουλά με την ομότεχνη Μαρία Κυρτζάκη περί ποίησης, οι αρνητικές κριτικές για τη Δημουλά προκαλούν συζητήσεις για την κριτική πρόσληψη όχι μόνο του δικού της έργου αλλά της γυναικείας ποίησης γενικότερα, φέρνοντας τη γυναικεία ποίηση στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου».
Μείζονες και ελάσσονες φωνές
Με κριτήρια ποσοτικά, ποιες είναι οι ποιήτριες που συνολικά απασχολούν περισσότερο τις βιβλιοκρισίες που έχει θησαυρίσει στην περίοδο 1974-2000; ρωτώ την Παπαλεξάνδρου. Επιφυλάσσεται στην απάντησή της, λόγω της ποικιλομορφίας των κειμένων αυτών και της αδιάλειπτης διάδρασης μεταξύ τους. «Χοντρικά, θα λέγαμε ότι τα περισσότερα άρθρα αφορούν τις σύγχρονες, ελευθερόστιχες ως επί το πλείστον ποιήτριες, την Καρέλλη, τη Βακαλό, τη Δημουλά, την Αγγελάκη-Ρουκ, τη Λαϊνά, τη Μαστοράκη κ.ά.».
Τονίζει ιδιαίτερα τη σημασία, νωρίτερα, του κινήματος του μοντερνισμού, που εστιάζοντας στη μορφή και στον ελεύθερο στίχο οδήγησε την κριτική – ξεκινώντας από τις ελευθερόστιχες ποιήτριες – να αντιμετωπίσει σταδιακά τις γυναίκες με τα ίδια κριτήρια όπως και τους άνδρες ομοτέχνους τους.
Παράλληλα, η μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στον λόγο περί ποίησης, είτε είναι ποιήτριες που αρθρώνουν και κριτικό λόγο, όπως επί παραδείγματι, η Αντεια Φραντζή, είτε είναι θεωρητικοί και μελετήτριες, έχει συμβάλει, προσθέτει, στην κριτική ανάδειξη των ποιητριών, και καταλήγει για την περίοδο 1974-2000: «Σε γενικές γραμμές, θα λέγαμε ότι έχει πλέον διαμορφωθεί μια de facto πλούσια κριτική πρόσληψη της γυναικείας ποίησης, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά δέκα-δεκαπέντε ονόματα δημιουργών, που όντας σταθερά ενεργές αποτιμώνται ποικιλοτρόπως. Ομως και για άλλες, που συνιστούν, η καθεμία με τον τρόπο της, ελάχιστες ψηφίδες της γυναικείας ματιάς πάνω στον κόσμο, έχει σχηματιστεί μια βιβλιογραφία, καθώς οι περισσότερές τους παραμένουν διαθέσιμες, σε ένα αναγνωστικό κοινό πρόθυμο να τις διαβάσει».
«Οχι για λύσεις, αλλά για συζητήσεις»
Το πλέον συντηρητικό, εις βάρος των γυναικών, αποδείχθηκε, εξηγεί, το πεδίο των Ιστοριών Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και οι γενεαλογικού χαρακτήρα Ανθολογίες, «που είναι ιδιαίτερα φειδωλές απέναντι στη σύγχρονή τους λογοτεχνική παραγωγή, γεγονός που ασφαλώς δεν σχετίζεται μόνο με το φύλο αλλά κυρίως με τη γενική αμηχανία απέναντι στο εκάστοτε νέο και απέναντι στη σύγχρονη παραγωγή, όπου το τοπίο είναι ακόμη υπό διαμόρφωση.
Επί παραδείγματι, η ποιήτρια που συναντούμε σε όλες τις Ιστορίες είναι η Πολυδούρη, ενώ σημαντικές μεταπολεμικές ποιήτριες, που παράλληλα απασχολούν πολύ την τρέχουσα κριτική, απουσιάζουν από τις περισσότερες Ιστορίες». Η δική της αναδρομή στην κριτική πρόσληψη της γυναικείας ποίησης στόχο έχει «να θέσει σε νέα βάση τους γνωστούς προβληματισμούς γύρω από το φύλο και την ποίηση, όχι για να δώσει λύσεις αλλά για να προκαλέσει νέες συζητήσεις» σχολιάζει.
Αυτό που επιχειρεί με τη μελέτη της, εκτιμώ με τη σειρά μου ως αναγνώστρια, είναι η χαρτογράφηση της περιόδου και το αποτέλεσμα είναι μια Ιστορία της ποίησης των Ελληνίδων στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα. Είναι μια γυναίκα ιστορικός της λογοτεχνίας, θεωρώ. Ο χαρακτηρισμός, μου λέει, την τρομάζει. Και αυτή είναι μια άλλη συζήτηση που ανοίγουμε περπατώντας στη Φωκίωνος Νέγρη, με τις σκιές της Δημουλά και της Μαστοράκη να πλανώνται ακόμη στους γειτονικούς δρόμους.