Εκείνο το καλοκαίρι, πριν από το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε κάποιο ήσυχο θέρετρο της Γαλλίας, το σκηνικό φάνταζε ειδυλλιακό. Τέσσερις νέοι, δύο αγόρια και δύο κορίτσια, περνούσαν ανέμελα τις διακοπές τους δίπλα στη θάλασσα. Τα αγόρια ήταν αδέλφια και μάλιστα αρκετά δεμένα μεταξύ τους, ασχέτως αν διέθεταν αντίθετους χαρακτήρες. Ο ένας, ο Μισέλ, ήταν πληθωρικός, εξωστρεφής, γοητευτικός. Ο άλλος, ο βασικός πρωταγωνιστής ετούτης της ιστορίας, ήταν απόμακρος, εσωστρεφής, παράξενος, εν τέλει δυσοίωνος – το όνομά του δεν το μαθαίνουμε ποτέ και, από ένα σημείο και μετά, ούτε καν μας ενδιαφέρει κιόλας. «Δεν ήμουν ούτε αλαζόνας ούτε επιτηδευμένος, αλλά πολύ πιο βαθιά επίπλαστος: όλη μου η συμπεριφορά δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά μια εσκεμμένα επιλεγμένη πόζα, υπομονετικά κατασκευασμένη και συντηρούμενη σε καθημερινή βάση» αναφέρει κάπου. «Παρόλο που επιδείκνυα υπερβολική περιφρόνηση προς κάθε ενασχόληση που δεν είχε να κάνει με το πνεύμα, δεν ήμουν ούτε θλιμμένος ούτε μελαγχολικός∙ δεν ήμουν δυστυχισμένος, πρέπει όμως να πω ότι δεν έπλεα και σε πελάγη ευτυχίας» συμπληρώνει λίγο πιο κάτω. Αυτή η φωνή, η μονίμως ταλαντευόμενη και απαρεγκλίτως αμφίθυμη, αυτή η φωνή μεταξύ σπουδής και απάθειας, ανήκει στον ήρωα του σύντομου μυθιστορήματος Ο μάρτυρας (Le témoin, 1948) του Γαλλοεβραίου Ζαν Μπλοχ-Μισέλ (1912-1987).
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.