Η αντίδραση του Δημήτρη Σωτάκη, όταν του επισήμανα ότι δεν αργεί ο καιρός που θα έχει κλείσει 30 χρόνια στη λογοτεχνία, ήταν ένα αμφίθυμο γέλιο μεταξύ έκπληξης και αυτοσαρκασμού. «Εχω περάσει τα πενήντα πια, αλλά δεν το έχω συνειδητοποιήσει απολύτως. Ενίοτε αισθάνομαι ακόμα σαν έφηβος που είναι γεμάτος ενθουσιασμό και θέλει να κάνει πράγματα. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, ίσως είναι μια ψευδαίσθηση αυτή που με τροφοδοτεί, ίσως είναι απλώς η συγκρότησή μου, ο χαρακτήρας μου. Ασφαλώς δεν σβήνεται το παρελθόν, όμως με ενδιαφέρει πάντα το τώρα, τι είμαι και τι γράφω στο παρόν» είπε στο «Βήμα» ο πεζογράφος.

Αφορμή για τη συνάντησή μας, σε ένα πολύβουο καφέ στο κέντρο της Αθήνας, στάθηκε το καινούργιο του μυθιστόρημα με τίτλο Η πικρή αλήθεια που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος.

«Ενώ, λοιπόν, διατυμπανίζω ότι δεν πρόκειται να ξαναγράψω, γιατί είναι στ’ αλήθεια μια αγγαρεία για μένα, είναι μια υπαρξιακή ταλαιπωρία όλο αυτό, επανέρχομαι συστηματικά με τον δικό μου παράξενο τρόπο» συνέχισε. «Και στη νέα ιστορία που αφηγούμαι, αναμενόμενο στην περίπτωσή μου, βρισκόμαστε πάλι σε μια κατ’ επίφασιν πραγματικότητα. Αλλωστε, συνειδητά απέχω από τον οποιονδήποτε ρεαλισμό. Αυτή είναι, θα έλεγα, η συγγραφική μου ταυτότητα. Οι ήρωες που δημιουργώ δεν είναι ποτέ εξωγήινοι, είναι άνθρωποι. Και τα κείμενά μου, πέρα από τα απίθανα που συμβαίνουν εκεί μέσα κάθε φορά, είναι εντελώς ανθρωποκεντρικά» συμπλήρωσε ο Σωτάκης.

Απροσδόκητη περιπέτεια

Στην Πικρή αλήθεια παρακολουθούμε την απροσδόκητη και ζοφερή περιπέτεια μιας τέλειας και ευτυχισμένης οικογένειας, τον Πο Λέντις (δημοφιλή συγγραφέα) και τη Μαρία (όμορφη και εργαζόμενη γυναίκα, αφοσιωμένη σύζυγο και μητέρα) που μαζί με τα παιδιά τους (τη μεγαλύτερη Σο και τον μικρότερο Φέριν) πηγαίνουν να χαλαρώσουν και να περάσουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές σε ένα τουριστικό πλην αρκούντως γνώριμο μέρος ανάμεσα σε βουνό και θάλασσα, στο υπερπολυτελές ξενοδοχείο «Γέρικη Αρκούδα». Εκεί ωστόσο, ήδη από τη ρεσεψιόν, δεν τους αναγνωρίζει κανείς! Φανταστείτε το λίγο. Σε σύντομο διάστημα αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι καθόλου αστεία η συγκεκριμένη υπόθεση, ότι δεν πρόκειται για μια κακόγουστη πλάκα, αρχίζουν μάλιστα να υποψιάζονται σοβαρά το ενδεχόμενο να έχει εξυφανθεί μια ασύλληπτη συνωμοσία εις βάρος τους.

«Ανέκαθεν ξεκινούσα από τον πυρήνα μιας ανατρεπτικής ιδέας και γύρω της έχτιζα σιγά-σιγά την πλοκή κάθε βιβλίου. Εχει αναπτυχθεί μέσα μου αυτό, στο πέρασμα του χρόνου, σαν αυθόρμητος μηχανισμός. Ωστόσο, την τελευταία δεκαετία, νομίζω ότι το σημείο εκκίνησης αποδεικνύεται σταθερά ένα φλέγον ζήτημα, δικό μου, που δεν βγαίνω στον δρόμο να το ουρλιάξω αλλά γεννιέται με τη σειρά του σαν αφήγηση. Αλλοτε είναι ο έρωτας, άλλοτε η προδοσία, άλλοτε η κατάθλιψη… Εδώ, θέλησα να μιλήσω περισσότερο για την αγωνία της παρουσίας μας στον κόσμο και της επιβίωσής μας. Σκέφτομαι ώρες-ώρες διάφορα πράγματα, ενδέχεται να προκύπτουν από την υπερευαισθησία μου, τον μάταιο ρομαντισμό μου. Σκέφτομαι ανθρώπους, ολόκληρες γενιές ανθρώπων που έζησαν κανονικά και μετά, όπως λέει το κλισέ, δεν άφησαν κάτι πίσω τους, ανθρώπους που κανείς πλέον δεν θυμάται, σαν να μην υπήρξαν ποτέ, σαν να μην ήταν από σάρκα και οστά, σαν να εξατμίστηκαν, σαν να εξαφανίστηκαν μες στο φίλτρο του χρόνου. Τέτοιες σκέψεις μπορεί να αποτελούν, ασυνείδητα, και το υπόστρωμα αυτού του μυθιστορήματος» εκτίμησε ο συγγραφέας.

Εγκλωβισμός στο εξωφρενικό

Το παντρεμένο ζευγάρι στην Πικρή αλήθεια (μια αφήγηση στρωτή που από ευτράπελη φάρσα μετεξελίσσεται σε ψυχολογικό θρίλερ και αγγίζει τη σφαίρα ενός νευραλγικού, αλλόκοτου υπαρξισμού) αντιμετωπίζει κάτι συγκλονιστικό, διασχίζει την απελπισία και φτάνει στον απώτατο φόβο. «Ενα ξαφνικό, αδιανόητο, για να μην πω ανόητο, σενάριο έρχεται και αποδομεί όχι μόνο την κοινωνική τους υπόσταση, η οποία δεν είναι παρά ένα περίβλημα, αλλά την ίδια τη σχέση τους και, ύστερα, τα ίδια τα σώματά τους. Από τη μια μεριά, είναι τρυφερό και συγκινητικό που πασχίζουν να τα καταφέρουν παρέα, να διασωθούν. Από την άλλη, στην πορεία, το σχήμα καθίσταται όλο και πιο διάφανο. Από το εμείς και ο κόσμος καταλήγουμε στο εγώ και ο κόσμος, δηλαδή στον βαθύτερο τρόμο μιας ευάλωτης ατομικότητας μπροστά στο φάσμα της ανυπαρξίας» πρόσθεσε ο Σωτάκης.

Από ένα σημείο και μετά, σχολιάσαμε, το ζευγάρι μοιάζει να αναδέχεται αυτόν τον ιδιότυπο εγκλωβισμό στο εξωφρενικό. «Δεν έχετε άδικο. Εχουν και αυτοί μερίδιο ευθύνης, επιδεικνύουν μια περίεργη αφέλεια. Ενώ μπορούν να εγκαταλείψουν το σκοτάδι, δεν το κάνουν, δεν φεύγουν, επιμένουν εκεί μέσα για κάποιους λόγους. Οι ήρωές μου, εν γένει, δεν είναι ποτέ ιδιαιτέρως ευφυείς άνθρωποι, είναι μάλλον σαν να πηγαίνουν γυρεύοντας, καταπώς λέμε, για να εξυπηρετούν ενδεχομένως και την εκάστοτε αφηγηματική συνθήκη. Θα αναρωτιέστε τώρα, φταίνε ή δεν φταίνε; Και φταίνε και δεν φταίνε, αλλάζει αυτό διαρκώς, έτσι είναι η ανθρώπινη φύση που πολύ συχνά υπερβαίνει και τις όποιες συνθήκες διαμορφώνονται από τη ροή της ζωής και το γύρισμα της τύχης. Δηλαδή, για να επιστρέψω στο βιβλίο, μου φαίνεται κάπως φυσιολογικό που στο τέλος αμφιβάλλουν, ο Πο και η Μαρία, αν γνωρίζουν όντως ο ένας την άλλη, αν γνωρίζονται ουσιαστικά».

Πλην όμως, αμφιβολίες έντονες έχουμε κι εμείς για το ζευγάρι, εξαιτίας ενός μυθιστορήματος που έχει δημοσιεύσει πρόσφατα ο Πο (τιτλοφορείται «Το Λάθος Νόημα»), κεφάλαια του οποίου διαβάζουμε παράλληλα με την κύρια αφήγηση του Σωτάκη. «Θα το πω, κάπως καταχρηστικά. Στην κύρια αφήγηση, κανείς δεν αναγνωρίζει το ζευγάρι. Στην εναλλακτική, σε αυτή την εγκιβωτισμένη αφήγηση, τους γνωρίζουν οι πάντες, ισχύει το ανάποδο, το ανάστροφο. Είναι οι ήρωες θύματα ή θύτες; Είναι δύο κακόμοιροι άνθρωποι ή δύο ύπουλοι εγκληματίες; Αποπειράθηκα να ενθέσω μια διάσταση που έχει να κάνει με τα πολλαπλά και αντιφατικά πρόσωπα των ανθρώπων, έχοντας κατά νου την ανομολόγητη ντροπή, όχι την επιφανειακή ηθικολογία» ανέφερε ο συγγραφέας.

Το έσχατο καταφύγιο

Κατόπιν, επικεντρωθήκαμε και στη λογική. «Κι όμως, όταν περικυκλωνόμαστε από το παράλογο ή όταν αντιμετωπίζουμε μια δύσκολη κατάσταση, το έσχατο καταφύγιό μας είναι η λογική, από αυτήν κοιτάμε όλοι να πιαστούμε. Το ίδιο ισχύει και για μένα, ας πούμε, που είμαι άναρχος και χαοτικός στην καθημερινότητά μου, που είμαι παρορμητικός άνθρωπος και λειτουργώ περισσότερο με την καρδιά παρά με τον εγκέφαλό μου. Μπορεί να έχει κάποια δόση ηδονής αυτό, αλλά είναι και πολύ κουραστικό, επιφέρει μεγάλη ψυχική κόπωση. Οι ήρωές μου στην «Πικρή αλήθεια» αποδέχονται κάποια στιγμή την ήττα τους και γαληνεύουν. Αυτό όμως δεν είναι και τόσο παράδοξο, επειδή δεν έχουν πια να αποδείξουν κάτι, να παλέψουν για κάτι, η ήττα έχει ήδη συντελεστεί. Ενα ρητό των αγαπημένων μου, των Κινέζων, λέει ότι «η ήττα είναι η μήτρα της επιτυχίας». Το πιστεύω αυτό, η ήττα πέρα από χρήσιμη είναι και μια ευκαιρία ανάταξης του εαυτού» υπογράμμισε ο Σωτάκης. «Ζώντας σε μια μεγάλη και αβίωτη πόλη, δεν αντέχω πλέον τη ζωή που έχει προσλάβει τη μορφή ανταγωνισμού και διαγωνισμού. Είναι και ψεύτικο και εξουθενωτικό όλο αυτό. Δεν μπορούμε να είμαστε όλοι καταπληκτικοί στα πάντα, σε άλλα είμαστε και σε άλλα δεν είμαστε και, τέλος πάντων, μπορούμε απλώς να είμαστε αυτό που είμαστε, από μόνο του δεν είναι και τόσο εύκολο αυτό. Θέλω να πω, δεν είναι υγιές να συνυπάρχουμε και να συσχετιζόμαστε με το συνεχές άγχος για τους βαθμούς που μας βάζουν ή δεν μας βάζουν οι άλλοι».

Στο σημείο εκείνο, η κουβέντα περιστράφηκε ξανά γύρω από την Κίνα, με την οποία ο Σωτάκης (μιλάει, μεταφράζει και διδάσκει τη γλώσσα) διατηρεί μια ιδιαίτερη επαφή. «Οχι, η Κίνα δεν έχει επηρεάσει με άμεσο τρόπο τη γραφή μου. Θέλω να είμαι ειλικρινής, είμαι πιο πολύ θαυμαστής του αρώματος που αναδίδει η χώρα, έτσι όπως το εκλαμβάνω εγώ τουλάχιστον. Οποτε είμαι εκεί, νιώθω μια προσωπική ελευθερία να με κατακλύζει, τέτοια που ούτε εδώ τη βιώνω ούτε κάπου στην Ευρώπη. Δεν είναι τα τοπία, ούτε οι ομορφιές της ούτε οι άνθρωποί της. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, απλώς μου αρέσει περισσότερο ο εαυτός μου όταν βρίσκομαι στην Κίνα, την οποία ετοιμάζομαι να επισκεφθώ σύντομα και δεν βλέπω την ώρα» είπε στην εφημερίδα.

«Οι απανωτές κρίσεις κόστισαν»

Ο Δημήτρης Σωτάκης έχει μεταφραστεί σε πάνω από 15 γλώσσες και βιβλία του έχουν κυκλοφορήσει σε πάνω από 20 χώρες. «Στην Τουρκία, στη Γαλλία και στη Δανία, εσχάτως, τα πηγαίνω πολύ καλά. Θα έλεγα ότι είμαι αρκετά ικανοποιημένος από τη διεθνή παρουσία μου επειδή ακριβώς δεν είναι θνησιγενής, ούτε ευκαιριακή. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι μεταφρασμένα βιβλία μου υπάρχουν όντως στο εξωτερικό, κυκλοφορούν από ενεργούς εκδότες, διανέμονται και τοποθετούνται σε πραγματικά βιβλιοπωλεία και διαβάζονται από αληθινούς αναγνώστες. Δεν αναφέρομαι σε τρελές πωλήσεις, εννοείται. Αναφέρομαι σε ένα δεδομένο και προσεγμένο κοινό που εξακολουθεί να αναζητά τα βιβλία μου και να βρίσκει κάτι σε αυτά, στα βιβλία ενός Greek Freak, όπως έμαθα ότι με αποκαλούν ορισμένοι!» κατέληξε ενθουσιασμένος.

Και η Ελλάδα, ευρύτερα; «Κακά τα ψέματα, η χώρα δεν έχει απλώς αλλάξει τα τελευταία 20 χρόνια, έχει μεταμορφωθεί. Δεν ήταν έτσι η Ελλάδα, ό,τι και να λέμε, όσο κι αν το εκλογικεύουμε. Οι απανωτές κρίσεις κόστισαν και δυστυχώς μας έκαναν χειρότερους, αυτό διαπιστώνω. Παρατηρήστε κι εσείς τον περίγυρό σας. Οι άνθρωποι είναι θυμωμένοι από το πρωί μέχρι το βράδυ, έχουν γίνει μάλιστα και πιο βρωμόστομοι έξω στους δρόμους, έχει χαθεί πια η στοιχειώδης κοινωνική ευγένεια. Δηλαδή μπορεί απλώς να περπατάς και να σοκαριστείς εκεί που δεν το περιμένεις».

INFO: Δημήτρης Σωτάκης, «Η πικρή αλήθεια», εκδόσεις Κέδρος, 2025, σελ. 376, τιμή 17,50 ευρώ