Ως διηγηματογράφος, ο Ηλίας Λ. Παπαμόσχος συγκεντρώνει την προσοχή του στο τρίπτυχο του θανάτου, της απώλειας και του πένθους: ένα τρίπτυχο περιβεβλημένο από τη μελαγχολία, τη μοναξιά, τη χηρεία και την πολυκαιρισμένη μνήμη, καθώς και από ένα μόνιμο αίσθημα εγκατάλειψης και χαμένου χρόνου. Ρόλο εν προκειμένω αναλαμβάνουν και η στοιχειωμένη παιδική και εφηβική ηλικία, η νοσταλγία ή η ανάδυση της υπαίθριας και της αστικής καθημερινότητας του γενέθλιου τόπου, καθώς και η εκ των πραγμάτων αδιάκοπα επανερχόμενη εσωστρέφεια.
Η μνήμη, η επιστροφή στα παιδικά και στα εφηβικά χρόνια, η αίσθηση του χαμένου χρόνου και ο γενέθλιος τόπος, πάντοτε σε μελαγχολικούς και εσωστρεφείς τόνους, δίνουν το «παρών» και στο πρώτο μυθιστόρημα του Παπαμόσχου, όπου υπό τον τίτλο Η καταγωγή της λύπης (εκδ. Πατάκη) απομακρύνεται από τις φέτες ζωής που ενοφθαλμίζονται σε σύντομες φράσεις ή σε ακαριαίες εικόνες στα διηγήματά του, για να απλωθεί σε μια συνθετότερη δράση, χωρίς παρ’ όλα αυτά να εγκαταλείψει τις εσώτερες ποιητικές του διαθέσεις. Οπως και στην αμέσως προηγούμενη συλλογή διηγημάτων του, τη Μνήμη του ξύλου (2019), ο Παπαμόσχος επικεντρώνεται πρωτίστως σε ένα πλέγμα μνημονικών διανοίξεων, οι οποίες αυτή τη φορά εντάσσονται σε μια γραμμή βιογραφικής εξιστόρησης, ξεκινώντας πρώτα από την παιδική και την εφηβική φάση του ήρωά του, του Αλέκου, στην Καστοριά, για να προχωρήσουν κατόπιν στα χρόνια της ενηλικίωσης και της ωριμότητας στην Πάτρα και στην Αθήνα, επανακάμπτοντας εν τέλει στην Καστοριά.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.