Αντίο, Αντρέα Κορδοπάτη

Ανθρωπος γεώδης αλλά και ρομαντικός, ο σπουδαίος πεζογράφος και ακαδημαϊκός αγαπήθηκε από τους αναγνώστες και την κριτική και αναγνωρίστηκε από τους ομοτέχνους του και την πολιτεία.

Η είδηση έφθασε στο κινητό αργά το βράδυ της περασμένης Τετάρτης, 30 Οκτωβρίου. Ο Θανάσης Βαλτινός είχε σβήσει το απόγευμα στον ύπνο του, «ήσυχα σαν πουλάκι». Παρήγορη σκέψη για την απώλεια, η γνώση πως ο Θανάσης, όπως ζητούσε να τον αποκαλούμε χωρίς τυπικότητες, είχε στον μακρύ βίο του γευτεί τις χαρές της ζωής και της γραφής, είχε διαβαστεί, μεταφραστεί και αγαπηθεί από το κοινό και την κριτική και είχε αναγνωριστεί από τους ομοτέχνους του και την πολιτεία.

Ο Θανάσης, με βαρύ μπλε μοντγκόμερι και κόκκινο κασκόλ στην ουρά της τράπεζας. Ο Θανάσης, με το λινό σακάκι και ψάθινο καπέλο στους δρόμους του Παγκρατίου. Ο Θανάσης, με μια μαύρη φεντόρα κι ένα μεταξωτό φουλάρι περασμένο στον λαιμό, αμυδρή κίνηση φιλάρεσκης κομψότητας, σε βιβλιοπαρουσιάσεις και εκθέσεις. Περασμένο μόνιμα στο χέρι του ένα ασημένιο βραχιόλι, που δεν ρώτησα ποτέ αν είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία.

Πίσω από τα φώτα των δημόσιων εκδηλώσεων, οι συζητήσεις γίνονταν γύρω από ένα τραπέζι, με ένα ποτήρι στο χέρι. Του άρεσαν τα χόρτα, το λευκό κρασί και η κρεμ καραμελέ. Είχε απαλλαχθεί από τον νεανικό εθισμό στη νικοτίνη, αλλά αγαπούσε πάντα τη ζωή, τον έρωτα, τις γυναίκες, τα κείμενα και τις αφηγήσεις, την Ιστορία, το θέατρο, τη φωτογραφία, τα ταξίδια και την καλή παρέα.

Η επαρχία, η Αθήνα, η ανάδειξη

Γεννήθηκε στον Καράτουλα Κυνουρίας στις 16 Δεκεμβρίου 1932. Ο πατέρας του ήταν εμπειροτέχνης εργολάβος και η μάνα του κράταγε το σπίτι. Μετά τη Δ΄ Δημοτικού, κατέβηκαν στη Σπάρτη, έκανε δύο τάξεις στο Γυμνάσιο και συνέχισε στο Γύθειο, κοντά σ’ έναν θείο του φαρμακοποιό, που ήταν κατά κάποιον τρόπο κι ο πρώτος του δάσκαλος. Εικόνες από εκείνα τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου στην επαρχία θα τον στοιχειώνουν· κυρίως εκείνο το καμιόνι με την ανοιχτή καρότσα και πάνω μια μικρή πυραμίδα από νεκρούς άνδρες.

«Η μοναδική γυναίκα ανάμεσά τους έκλεινε μπρούμυτα την κορυφή της πυραμίδας. Η φούστα της είχε τραβηχτεί μέχρι τους γλουτούς και στο εξωτερικό μέρος του αριστερού μηρού υπήρχε ένα τρύπημα από ξιφολόγχη. Παρά την ανατριχίλα του θανάτου στο δέρμα της, που ο χειμωνιάτικος ήλιος τη δυνάμωνε, ένιωσα έναν άγριο ερεθισμό» γράφει στο διήγημα «Εθισμός στη νικοτίνη». Από τότε, η λαγνεία κι ο θάνατος θα γίνουν οι δύο άρρηκτα συνδεδεμένοι πόλοι της φαντασίας του. Ο έφηβος αφηγητής, μια περσόνα του Βαλτινού, συνεχίζει: «Την άλλη μέρα θα γράφαμε Ιστορία». Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στο διάβασμα, γιατί «Η Ιστορία, με τη μορφή μιας γενετήσιας καμπύλης νεκρών γλουτών, μας χλεύαζε από την κορυφή της πρωινής πυραμίδας». Η γενετήσια καμπύλη των νεκρών γλουτών και τα μνημεία με ονόματα πεσόντων της Κατοχής και του Εμφυλίου θα αποτελέσουν στα χρόνια που ακολουθούν επαναλαμβανόμενα μοτίβα της μυθοπλασίας του.

Τη δεκαετία του 1950 έρχεται στην Αθήνα και σπουδάζει κινηματογράφο. Χωρίς δουλειά, ετοιμάζεται να μπαρκάρει όταν βλέπει το 1958 το διήγημά του «Κατακαλόκαιρο» δημοσιευμένο στο περιοδικό «Ταχυδρόμος». Θα πάρει το βραβείο του περιοδικού, και θα μείνει στην Αθήνα. Θα δημοσιεύσει το 1963 το αφήγημα «Η κάθοδος των εννιά» στο περιοδικό «Εποχές», με θέμα την περιπλάνηση μιας ομάδας εννιά ανταρτών στα βουνά της Πελοποννήσου το καλοκαίρι του 1948, εκπλήσσοντας με το θέμα και τη γραφή του. Θα καταπιαστεί με το ζήτημα της ελληνικής μετανάστευσης στο Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη (εκδ. Κέδρος, 1972) και θα προκαλέσει με την πειραματική γραφή του στα βραβευμένα με Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 (εκδ. Στιγμή, 1989). Θα είναι ένας από τους σεναριογράφους του Θόδωρου Αγγελόπουλου, θα βραβευθεί στις Κάννες για το «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984). Αν η Κάθοδος και ο Κορδοπάτης είναι βιβλία ανδρικά, με τα Στοιχεία και κυρίως με το Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο (εκδ. Στιγμή, 1985) θα δώσει ισχυρούς γυναικείους χαρακτήρες.

Θα τον αγαπήσουν αναγνώστες και κριτικοί, θα τον λατρέψουν οι νεότεροι πεζογράφοι, και οι μαθητές του στο Μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής στη Φλώρινα. Στην έρευνα μεταξύ συγγραφέων για τα «100 καλύτερα βιβλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» («Βookpress», 2014), ο Βαλτινός θα είναι ο μόνος από τους ζώντες συγγραφείς με τέσσερις τίτλους στον κατάλογο. Ο νεότερος πεζογράφος Ιάκωβος Ανυφαντάκης ομολογεί ότι ο Βαλτινός τον έχει επηρεάσει πολύ και τον επηρεάζει ακόμα. «Η Κάθοδος ήταν ο λόγος που έγινα συγγραφέας, όταν τη διάβασα, ένιωσα ότι έκανε κάτι που δεν μπορούσε να μου δώσει καμία άλλη τέχνη». Μελέτησε τον Βαλτινό, τον γνώρισε από κοντά και λέει πως «ο Βαλτινός υπήρξε πολύ γενναιόδωρος μαζί μου ανά τα χρόνια». Οπως ήταν με όλους, συγγραφείς και φίλους.

Πέρα από σχήματα και καλούπια

«Επαιρνε ένα σκανταλιάρικο ύφος όταν διηγούνταν σκαμπρόζικες ιστορίες αλλά σοβάρευε αμέσως όταν τον ρωτούσες για ζητήματα του δημόσιου βίου.»

Γενναιόδωρος και ευγενής. Πράος και ολιγόλογος. Μιλούσε χαμηλόφωνα και αργά. Επαιρνε ένα σκανταλιάρικο ύφος όταν διηγούνταν σκαμπρόζικες ιστορίες αλλά σοβάρευε αμέσως όταν τον ρωτούσες για ζητήματα του δημόσιου βίου. Ο λόγος του γινόταν στακάτος, απόλυτος, χωρίς περιθώρια για ασάφειες. Δεν δίσταζε να πει τη γνώμη του, με τον τρόπο του. Αν η Κάθοδος και τα Στοιχεία προκάλεσαν συζητήσεις για τους τρόπους και το ύφος τους, η Ορθοκωστά (εκδ. Αγρα, 1994) θα προκαλέσει με την τόλμη της να πει πως δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, αριστεροί ή δεξιοί, σ’ έναν Εμφύλιο. Θα γίνει για την Αριστερά κόκκινο πανί. Δεν πτοείται. Οπως δεν χωράει σε ιδεολογικά σχήματα, έτσι δεν χωράει και σε ειδολογικά καλούπια. Τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 2008, αιφνιδίασε κατά την είσοδό του με την ομιλία του, που εκδόθηκε αργότερα με τον τίτλο Ο τελευταίος Βαρλάμης (εκδ. Εστία, 2010), ένα μυθοπλαστικό αφήγημα που διατρέχει την ελληνική Ιστορία. Η αυτοβιογραφία του δύο χρόνια αργότερα (Ανάπλους, εκδ. Εστία, 2012) θα παρουσιαστεί δήθεν ως συνέντευξη σε ένα βιβλίο που χαρακτηρίζεται μυθιστόρημα.

Δεν του έλειψε η αναγνώριση. Διετέλεσε πρόεδρος οργανισμών, του ΕΚΕΒΙ, της Εταιρείας Συγγραφέων και της Ακαδημίας Αθηνών. Στα ετήσια πηγαδάκια για το Βραβείο Νομπέλ εκφραζόταν συχνά η άποψη πως του άξιζε η υπέρτατη διάκριση. Τιμήθηκε, μεταξύ άλλων, με το Βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα Συναξάρι Α. Κορδοπάτη. Βιβλίο δεύτερο. Βαλκανικοί ’22 (εκδ. Ωκεανίδα, 2000) καθώς και για το σύνολο του αφηγηματικού του έργου το 2002, με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής για την προσφορά του στα Γράμματα και τις Τέχνες το 2003 και με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων από το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού το 2012. Το 2022 παρασημοφορήθηκε από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως ένας εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων των γραμμάτων και των τεχνών.

Ανθρωπος δωρικός, ζούσε στο μικρό του διαμέρισμα με μόνη πολυτέλεια τη θαλερή βεράντα του και τη θέα του Λυκαβηττού. Το 2010 δώρισε τη βιβλιοθήκη του στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Συνέχισε να γράφει και να συγκεντρώνει τα γραπτά μέχρι δυο-τρία χρόνια πριν από το τέλος. Διατηρώντας μια παιγνιώδη νεανικότητα, άνθρωπος βγαλμένος από τον πόλεμο, ήταν γεώδης, πραγματιστής αλλά και ρομαντικός· τον συγκινούσαν εξίσου η αλήθεια και η ομορφιά. «Εχουν κάτι μοιραίο οι συμπτώσεις;» τον ρώτησα κάποτε με αφορμή κάποια μας συζήτηση. «Οχι», απάντησε κοφτά, συμπληρώνοντας χαμογελώντας: «Αλλά νοστιμίζουν τη ζωή».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.