ο ζήτημα της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έχει ελάχιστα απασχολήσει τους σύγχρονους έλληνες πεζογράφους, με την εξαίρεση του Πρόδρομου Μάρκογλου και του Βασίλη Τσιαμπούση. Ο τελευταίος γράφει τώρα μια χαμηλόφωνη και με εξομολογητικό χαρακτήρα νουβέλα, βάζοντας στο κέντρο της δράσης έναν ορφανό έφηβο που αναγκάζεται στη Δράμα εν έτει 1943 να μπει στην υπηρεσία ενός βούλγαρου λοχαγού και της γυναίκας του, οι οποίοι έχουν εγκατασταθεί διά της βίας στο πατρικό του. Αποφεύγοντας το οποιοδήποτε εθνικό και ιδεολογικό στερεότυπο, ο συγγραφέας φιλοτεχνεί μια δύσκολη αρχικά, αλλά εν συνεχεία τρυφερή και άκρως αγαπητική σχέση μεταξύ των τριών, επηρεασμένη τόσο από τη βουλγαρική κατοχή όσο και από τις πολλαπλές περιπλοκές του Εμφυλίου (για τον Εμφύλιο και τη βουλγαρική κατοχή έχει γράψει ο Τσιαμπούσης και στο μυθιστόρημά του Γαλάζια αγελάδα, που κυκλοφόρησε το 2013).
Αν στα προηγούμενα προσθέσουμε τις διώξεις των Εβραίων στην περιοχή, το πεδίο μεγαλώνει χωρίς να υποχωρεί η διάθεση του Τσιαμπούση να μιλήσει για τους «ανθρώπους εν καιρώ πολέμου» και για την ικανότητά τους να πηγαίνουν πέρα από τα εθνικά, τα πολιτικά και τα παραταξιακά σύνορα, πιασμένοι από τη μια πλευρά στο δόκανο της ιστορικής τους μοίρας και από την άλλη στα κελεύσματα της καρδιάς τους, η οποία τους υπαγορεύει τις πλέον αναπάντεχες και απροσδόκητες αποφάσεις. Δεν πρόκειται για μια αθώα και πασισιφιστικού τύπου προσέγγιση, αλλά για τη δύναμη της λογοτεχνίας να ανακαλύπτει πίσω από τους γρανιτένιους όγκους της Ιστορίας τις μικρές στιγμές του ατόμου, σε περιστάσεις όπου τα πάντα όχι μόνο είναι πιθανά, αλλά και μπορεί να γίνουν ευπρόσδεκτα. Κι όλα αυτά με μια αφήγηση που μολονότι τηρεί με ευλάβεια τις χρονικές της αλληλουχίες, δεν καταλήγει ποτέ ευθύγραμμη και μονόδρομη.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος