Η ζωή κάθε ανθρώπου περικλείεται σε δύο χρο-νολογίες, εκείνη της γέννησης και εκείνη του θανάτου του. Ο Γιώργος Βέλτσος, τιτλοφορώντας με το έτος γέννησής του, το 1944, γραμμένο με λατινικούς αριθμούς, το εικοστό τέταρτο ποιητικό βιβλίο του, δηλώνει παρών στη ζωή και στην ποίηση, αναμετρώντας το βάρος της απουσίας. Το 2010 είχε γράψει τη φράση-αυτοσχόλιο «κάποιος που πάσχει από χρόνια θεωρητικολογία και που αναρρώνει στην ποίηση». Αποτιμούσε τότε την, ύστερα από το 1993, συγγραφική αφιέρωσή του στην ποίηση. Αλλά η ανάρρωση στην ποίησή του, που πλέον αριθμεί 24 βιβλία και περίπου 1.400 σελίδες, δεν έπαψε, συνάμα, να είναι η πορεία προς το ολοένα βαθύτερο τραύμα, το τραύμα που ανοίγουν η αίσθηση της θνητότητας και η εγγύτητα προς τον θάνατο. Ετσι, στο MCMXLIV ο υπότιτλος «Κανένας εαυτός» ορίζει, με την παραδοξολογία του, το σημείο της αφετηρίας για τον δραματικό αναστοχασμό που θα αναπτυχθεί στα 34 ποιήματα του βιβλίου: η αναζήτηση της ταυτότητας ή η απόπειρα για την ανασύσταση του εαυτού διά μέσου της ποίησης οδηγείται, αναπότρεπτα, στην απώλειά του, στο βύθισμά του στο κειμενικό πέλαγος της γλώσσας, εκεί από όπου η ποίηση αναδύεται, για να παραμείνει πιθανόν ζωντανή ύστερα από το τέλος της ζωής του συγγραφέα, με την προσθήκη της χρονολογίας του θανάτου του. Θεωρημένα, λοιπόν, από τη σκοπιά του δραματικού πυρήνα τους, τα ποιήματα του MCMXLIV ισορροπούν μεταξύ της απουσίας και της παρουσίας: η απουσία από την παρελθούσα ζωή, για την οποία δεν μένει παρά η σύνταξη του επιταφίου της, γίνεται η παρουσία στην ποίηση, διά μέσου μιας γλώσσας εμμονικά διαλεγόμενης με την υπόλοιπη ποίηση και έτσι διαρκώς ζωντανής. Οντας, βιωματικά και ψυχοσυναισθηματικά, μια αναστοχαστική μελέτη θανάτου το MCMXLIV λειτουργεί και ως κατακύρωση της αέναης ζωτικότητας της ποιητικής γλώσσας.
Ο Βέλτσος επιστρέφει μνημονικά σε περιστάσεις και πρόσωπα του ιδιωτικού βιωματικού παρελθόντος του, αλλά και της πολιτικοκοινωνικής ιστορίας τριών τετάρτων του αιώνα. Η επιστροφή αυτή φιλτράρεται μέσα από την αίσθηση της ασφυξίας του παρόντος. Μνήμη και ασφυκτικό παρόν συνθέτουν τη, δραματική στην έντασή της, στοχαστική αποτίμηση της περασμένης και της τωρινής ζωής. Τα ποιήματα του MCMXLIV μπορεί να αναγνωστούν, εκ πρώτης όψεως, ως αποσπασματικά και κρυπτικά. Σε μια προσεκτικότερη ανάγνωσή τους, η αποσπασματικότητα και η κρυπτικότητά τους λειτουργούν ως εκείνο το τείχος άμυνας που υψώνει ο φθαρτός και ευάλωτος άνθρωπος μπροστά στην πραγματικότητα και στον χρόνο. Το μόνο που του απομένει είναι η άφεση στη γλώσσα και στη δυνατότητά της να φτιάχνει ποιήματα, μέσα από τους μαιάνδρους του γλωσσικού υλικού. Ετσι, διαλεγόμενος στα περισσότερα ποιήματά του με άλλους ποιητές ή και με συγκεκριμένα ποιήματά τους, από τον Δάντη της Κωμωδίας, τον Λωτρεαμόν και τον Εζρα Πάουντ μέχρι τον Σεφέρη, τον Σαχτούρη, τον Καρούζο και τη Ζέφη Δαράκη, ο Βέλτσος τούς οικειώνεται ως συνοδοιπόρους και εκχωρεί το δικαίωμα της ποίησης εκεί που πάντοτε ανήκει, στη γλώσσα, την κοινή μήτρα και τον τελικό προορισμό όλων των ποιητών. Βεβαίως, αυτός ο ίδιος είναι, ακόμα, ο δεξιοτέχνης ενορχηστρωτής του τρόπου της να συνθέτει τα ποιήματα. Για το εξώφυλλο του βιβλίου επιλέχθηκε η φωτογραφία της βρεφοδόχου του Δημοτικού Βρεφοκομείου Αθηνών. Και το προλογικό σημείωμα «Η βρεφοδόχος» τελειώνει με τις φράσεις: «Υποσημειώνω και εκμετρώ. Οχι ο μνήμων αλλά ο επιλήσμων Αγγελος της ιστορίας μου. Στρέφομαι κι εγώ στο παρελθόν όταν στα πόδια μου στοιβάζονται τα ερείπια στη ΒΡΕΦΟΔΟΧΟ».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος