«Στο σπίτι μας στην Πάτρα, δεν υπήρχε καθόλου βιβλιοθήκη. Ομως δανειζόμουν βιβλία από τον βιβλιοπώλη, παραπέρα. Διάβαζα από τα πέντε μου. Εχω μνήμες. Ηθελα να μάθω, φέρ’ ειπείν, να διαβάζω μια εφημερίδα∙ και ίσια κι ανάποδα, και από δεξιά κι από αριστερά. Ε, μάλλον τα κατάφερα». Και αμέσως μετά, αφού το διαπραγματευτήκαμε, επικαλέστηκε τρία ονοματεπώνυμα: Μίλτος Σαχτούρης, Ελένη Βακαλό, Μανόλης Αναγνωστάκης. «Είχα την τύχη να βγάλω το πρώτο μου βιβλίο σε καιρούς που δεν έγραφαν και δεν εκδίδονταν τόσοι πολλοί. Οι καταξιωμένοι ποιητές έριχναν καμιά ματιά στα γραπτά σου. Ζήτησαν να με δουν και οι τρεις. Η Βακαλό ήταν απλός άνθρωπος. Τη συνάντησα στην Ερέτρια, όπου είχε ένα σπίτι χτισμένο με απλά υλικά, εναρμονισμένα με το περιβάλλον. Δεν μιλήσαμε πολύ για ποίηση. Κάναμε απλώς συντροφιά. Με τον Αναγνωστάκη μιλήσαμε για ποδόσφαιρο, για το οποίο εγώ είχα μηδενικό ενδιαφέρον. Εκείνος όμως ήταν μανιώδης. Στη Βακαλό εκτιμούσα τη λιτότητά της, στον Αναγνωστάκη το συναίσθημα, στον Σαχτούρη δε, αφήστε, εκτιμούσα τα πάντα…» είπε η Λαϊνά. «Υπήρξε όμως μια ποιήτρια που την πρόσεξα εγώ καίτοι νεότερή της, η Αλόη Σιδέρη. Αδίκως μη αναγνωρισμένη, όσο θα το άξιζε». Αν η ποίηση της Μαρίας Λαϊνά ήταν, ας πούμε, ένας χώρος και έπρεπε οπωσδήποτε, προτού κάποιος μπει εκεί, να δει μία και μόνη λέξη, σαν προειδοποιητική επιγραφή νέον που αναβοσβήνει, ποια λέξη θα επέλεγε; «Απαγορεύεται», ήρθε ακαριαία η απάντησή της. Η υστεροφημία; Την απασχολεί καθόλου; «Επειδή φοβάμαι πολύ τον θάνατο, είναι ένας τρόπος κι αυτός να επιζήσω. Ή μήπως όχι;» είπε. Και αποχαιρετιστήκαμε.
Ανάγνωση, ποιητές και ποίηση
Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.