Ιδρυτή του σοβαρού, σύγχρονου ρεαλιστικού μυθιστορήματος χαρακτήριζε τον Σταντάλ (1783-1842) ο Εριχ Αουερμπαχ στο κορυφαίο θεωρητικό του έργο Μίμησις. Γι’ αυτό αρκούν τα δύο μείζονα μυθιστορήματά του: Το κόκκινο και το μαύρο και Το μοναστήρι της Πάρμας, τα πιο γνωστά και πολυδιαβασμένα και στη χώρα μας.

Αλλά ο Σταντάλ δεν ήταν μείζων συγγραφέας μόνο γι’ αυτά αλλά και για το σύνολο του έργου του. Θα αρκούσε, για παράδειγμα, να διαβάσουν προσεκτικά οι λεγόμενοι «μεταμοντερνιστές» τα Ιταλικά χρονικά (εκδ. Καστανιώτη) και να πάψουν να διεκδικούν δάφνες που δεν τους ανήκουν. Την τεχνική του παστίς, για να μείνω μόνο σε αυτό, που διάφοροι τη θεωρούν μεταμοντερνιστική ανακάλυψη, την εισήγαγε και την ανέπτυξε ο μεγάλος γάλλος συγγραφέας δύο αιώνες νωρίτερα, με αποτελέσματα που δεν έχουν καμιά σχέση με τις αντι-ψευδομοντερνιστικές κατασκευές των ημερών μας.

Αυτός ο μεγάλος συγγραφέας, που προτιμούσε, όπως έλεγε σαρδόνια, «να τον θεωρούν χαμαιλέοντα παρά βόδι», πίστευε ότι μόνο στο μέλλον θα τον καταλάβαιναν.

Τα Ιταλικά χρονικά εκδόθηκαν και κατά το παρελθόν στα ελληνικά, άλλοτε στο σύνολό τους κι άλλοτε ως μεμονωμένες ιστορίες. Αλλά τι συνιστούν ακριβώς; Είναι διηγήματα; Είναι διασκευές ιταλικών χρονικών της όψιμης Αναγέννησης; Ιστορικά και ατομικά ψυχογραφήματα διάσπαρτα με αισθητικές αναλύσεις μήπως; Στην πραγματικότητα όλα αυτά μαζί κι άλλα τόσα, γιατί ο Σταντάλ δεν χωράει σε κατηγορίες. Γι’ αυτό και αυτός ο μεγάλος συγγραφέας, που προτιμούσε, όπως έλεγε σαρδόνια, «να τον θεωρούν χαμαιλέοντα παρά βόδι», πίστευε ότι μόνο στο μέλλον θα τον καταλάβαιναν.

Σταντάλ. Ιταλικά χρονικά. Μετάφραση Μαρία Παπαδήμα. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2024,σελ. 400, τιμή 20 ευρώ

Οι οκτώ ιστορίες των χρονικών γράφτηκαν στο Παρίσι από το 1836 ως το 1839 και οι περισσότερες δημοσιεύτηκαν είτε ανώνυμα είτε ψευδώνυμα στην «Επιθεώρηση των δύο Κόσμων» («Revue des deux Mondes»). Τρεις από αυτές τις εξέδωσε ο ίδιος ο Σταντάλ το 1839: την «Ηγουμένη του Κάστρο» (που είναι και η εκτενέστερη), τη «Βιτόρια Ακοραμπόνι» και τους «Τσέντσι».

Ερωτες, τραγωδίες, κακοποίηση

Στην «Ηγουμένη του Κάστρο» ο Σταντάλ αφηγείται τον τραγικό έρωτα ανάμεσα στη νεαρή ιταλίδα αρχόντισσα Ελένα ντι Καμπιρεάλι και τον Τζούλιο Μπραντσιφόρτε, γιο ενός πασίγνωστου ληστή της εποχής. Βρισκόμαστε στα μέσα περίπου του 16ου αιώνα και στη Βόρειο Ιταλία μαίνονται οι συγκρούσεις ανάμεσα στους τοπικούς ηγεμόνες και στους ληστές.

Αλλά ποιοι ήταν οι ληστές;

Ηταν οι δημοκρατικοί πολίτες που δεν άντεχαν την καταπίεση και την καταδίωξη των τυραννίσκων και κατέφευγαν στα δάση. Και δεν ήταν τυχαίο που ο λαός συμπαθούσε τους ληστές. Μας το λέει ο ίδιος ο Σταντάλ: «Μπορούμε να πούμε ότι οι ληστές αυτοί αποτελούσαν την αντιπολίτευση απέναντι στις ανάλγητες κυβερνήσεις που διαδέχτηκαν στην Ιταλία τις δημοκρατίες του Μεσαίωνα».

Ο δημοκρατικός, προκλητικός και είρων Σταντάλ δεν διστάζει να κατονομάσει τις διάσημες οικογένειες των τότε τυραννίσκων, από τους οποίους δεν εξαιρεί ακόμη και τους Μεδίκους της Φλωρεντίας. Η δράση είναι καταιγιστική και η μία περιπέτεια διαδέχεται την άλλη: φόνοι, μονομαχίες, πάθη ενοχές, δράματα. Το τέλος θυμίζει Σαίξπηρ: η πρωταγωνίστρια θα αυτοκτονήσει, έχοντας συντριβεί πιο μπροστά ψυχολογικά και συναισθηματικά από το κοινωνικό και οικογενειακό της περιβάλλον.

Στη διασημότερη από τις ιστορίες των Ιταλικών χρονικών ο Σταντάλ μας δίνει το πορτρέτο μιας από τις εμβληματικότερες γυναικείες μορφές του 16ου αιώνα: της Μπεατρίτσε Τσέντσι (1577-1599), η οποία ανήκε σε μία από τις πλουσιότερες και παλαιότερες οικογένειες της Ρώμης. Αλλά η Τσέντσι ήταν μια «οικογένεια τεράτων», όπως την παρουσίασε ο Αρτώ. Και ο χειρότερος ήταν ο τύραννος και λάγνος πατέρας της που την κακοποιούσε και τη βίασε. Εκείνη δεν άντεξε και στο τέλος τον δολοφόνησε. Στη δίκη που ακολούθησε τόσο η ίδια όσο και οι συνεργοί της εκτελέστηκαν με αποκεφαλισμό, παρά το ότι ο λαός της Ρώμης είχε πάρει το μέρος τους.

Τραγική ήταν και η ζωή της αριστοκράτισσας Βιτόρια Ακοραμπόνι (1557-1585), δούκισσας του Μπρατσιάνο, που αναπλάθει ο Σταντάλ· όπου οι ίντριγκες, οι φόνοι, οι καταδιώξεις και τα πάθη φαντάζουν σχεδόν αδιανόητα, όπως και το βάθος της διαφθοράς της Καθολικής Εκκλησίας. Την κοσμική εξουσία που διέθετε εκείνα τα χρόνια ο Πάπας δύσκολα τη συλλαμβάνει σήμερα κανείς. Τότε οι συνωμοσίες και οι δολοφονίες ήταν στην ημερησία διάταξη.

Ενας σύγχρονος συγγραφέας

Σε όλες τις ιστορίες του Σταντάλ ο ρόλος των γυναικών είναι εξαιρετικά σημαντικός, όταν δεν είναι κυρίαρχος. Το ίδιο άλλωστε είχε συμβεί και στη δική του ζωή. Οι γυναίκες που μας παρουσιάζει έχουν γενικά ένα πάθος ζωής αλλά κι ελευθερία. Είτε είναι αρχόντισσες είτε καλόγριες ή γυναίκες του λαού διαθέτουν μια προσωπικότητα ασυνήθιστη σε σχέση με αυτή που μας παραδόθηκε στα έργα που προηγήθηκαν αυτών του Σταντάλ. Και δεν είναι πάντοτε αθώες ή «θύματα».

Ο ερωτισμός, όπως τον παρουσιάζει, είναι κάτι περισσότερο από τα συνήθη: μια πνευματική κατάσταση και συχνά μια αμφιλογία. Γι’ αυτό και οι γυναίκες του, οι νεαρές κοπέλες ιδιαίτερα, είναι τόσο συχνά εξεγερμένες, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης τώρα να τις αντιμετωπίζει σαν να ανήκουν όχι στο μακρινό παρελθόν αλλά στη δική του εποχή. Για τη φύση του ερωτικού αισθήματος έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς και το Περί έρωτος του Σταντάλ, ένα βιβλίο που δεν είναι απλώς έργο κάποιου εγωτικού που βρίσκεται σε κρίση αλλά και μια άτυπη πραγματεία που διεισδύει στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.

Ευρωπαίος και σύγχρονος

Ο τρόπος με τον οποίο ο Σταντάλ συνδυάζει το ψυχολογικό με το κοινωνικό περιεχόμενο των αφηγήσεών του παραμένει και σήμερα ανεπανάληπτος. Ηταν πέραν αυτού και από τους πιο μορφωμένους γάλλους συγγραφείς του 19ου αιώνα. Στα «Ιταλικά χρονικά» συναντά κανείς παρατηρήσεις που το πιστοποιούν. Δεν είναι διόλου εύκολο να πετύχει κανείς να συνδυάσει τη μυθοπλασία με τα δοκιμιακά στοιχεία. Να μιλήσει για μια εποχή που προηγήθηκε κατά δύο αιώνες της δικής του και να καταστήσει τους πρωταγωνιστές της διαχρονικά πρότυπα έστω και μέσω των εξοντωτικών υπερβολών τους. Ο ίδιος, παρότι Γάλλος, δεν είχε σε καμία υπόληψη τη Γαλλία. Απεχθανόταν τη Γερμανία, μολονότι διάλεξε γερμανικό ψευδώνυμο και από Μαρί Ανρί-Μπελ έγινε Σταντάλ. Και λάτρευε την Ιταλία μολονότι οι Ιταλοί δεν ένιωθαν καμία συγκίνηση για τα μέρη της χώρας τους που είχαν συναρπάσει τον ίδιο.

Αν κανείς αθροίσει τα παραπάνω οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ήταν ο πρώτος ευρωπαίος συγγραφέας σε μια Ευρώπη που έμοιαζε να μην τον θέλει. Ισως για όλα τούτα να είναι τόσο σύγχρονος.