Αύγουστος του 1936, Αίγινα. Στην Αθήνα έχει επιβληθεί το καθεστώς του Μεταξά. Η θάλασσα είναι «το μόνο επουλωτικό στοιχείο που μου απομένει» σημειώνει στο ημερολόγιό του ο Γιώργος Σεφέρης.
Και στις 22 του ίδιου μήνα: «Χτες εκδρομή στην Αφαία. Ενα σταμνί που έμεινε, με λίγο νερό, πλάι στις αρχαίες κολόνες». Ο στίχος καταγράφει κρυπτικά την εμπειρία της επίσκεψης στον αρχαίο ναό με τη Μαρίκα Λόντου, μετέπειτα Μαρώ Σεφέρη, και την αρχή ενός από τα διασημότερα ειδύλλια της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Τέτοια περνούν από τον νου της ταξιδιώτισσας στο κατάστρωμα του πλοίου αντικρίζοντας την Αίγινα να πλησιάζει.
Γνωστή ως βάση μιας αποικίας λογοτεχνών και καλλιτεχνών στον Μεσοπόλεμο, είναι το μέρος όπου έχτισε το «Κουκούλι» του και ολοκλήρωσε την Οδύσεια [sic] ο Καζαντζάκης. Στο κόκκινο σπίτι στην Αίγινα που αγόρασε ο πατέρας της για να στεγάσει τους μικρασιάτες πρόσφυγες συγγενείς του παραθερίζει αργότερα η βαφτισιμιά του, η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ.
Τη λαϊκή αρχιτεκτονική του νησιού αγάπησε ο Δημήτρης Πικιώνης και τους κόλπους του ζωγράφισε ο Σπύρος Παπαλουκάς. Ο Χρήστος Καπράλος την έκανε βάση και ορμητήριο της γλυπτικής του τέχνης και ο Μίκης Θεοδωράκης τραγούδησε τους βαρκάρηδες και τις καλλονές της με τα λόγια του Κώστα Βάρναλη, που συνήθιζε να ξεκαλοκαιριάζει στο νησί: «Η Κατερίνα κι η Ζωή, τ’ Αντιγονάκ’, η Ζηνοβία, ω τι χαρούμενη ζωή!…».
Αλλοτινά ίχνη
Τα επιβλητικά ψηλά καμπαναριά στον ορίζοντα υποδεικνύουν τη Μητρόπολη όπου ο Ιωάννης Καποδίστριας ορκίστηκε πρώτος κυβερνήτης του ελληνικού κράτους στις 26 Ιανουαρίου 1828. Ιστορική και κοσμοπολίτικη, η Αίγινα έχει πολλές τέτοιες ιστορίες να αφηγηθεί.
Τα παραλιακά καφενεία υποδέχονται τους τουρίστες· ορισμένα χρονολογούνται από τα ένδοξα χρόνια του Μεσοπολέμου και εγγράφονται στη θερινή μυθολογία της πόλης. Αρκούν όμως μερικά βήματα προς το εσωτερικό, η στροφή στην οδό Αφαίας, για να αντιληφθεί η επισκέπτρια μια αστική καθημερινότητα, ίχνη της αλλοτινής ζωής των ντόπιων, αγνοημένης από τους διαδικτυακούς τουριστικούς οδηγούς.
Τέτοια ίχνη αναζητούμε στο εφετινό αυγουστιάτικο αφιέρωμα του «Βήματος» με τίτλο «Πόλεις στον αφρό», στην Αίγινα, στη Ζάκυνθο, στη Ρόδο και στη Σμύρνη, με οδηγούς τέσσερις πρόσφατες πολυτελείς εικονογραφημένες εκδόσεις.
Στην πρώτη έδρα της κυβέρνησης του Καποδίστρια μας ξεναγεί ο τόμος «Περδικιώτικα», τόπος Αιγίνης. Οικείες όψεις και απόψεις της νεώτερης Αίγινας (εκδ. Καπόν, 2023) της Ευτυχίας Ν. Γιαννούλη.
Αίγενα και Αίγινα
Η αφήγησή της παρακολουθεί τις μετακινήσεις πληθυσμών, από την παραθαλάσσια πόλη της αρχαιότητας, με το ακμάζον εμπορικό και το πολεμικό λιμάνι, στη νησιωτική ενδοχώρα τον 9ο αιώνα, ύστερα από επιδρομή σαρακηνών πειρατών, και την ίδρυση μιας νέας πόλης-κάστρου, της Αίγενας, νυν Παλαιοχώρας.
Θα επιστρέψουν στην παραλία λίγο πριν από τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν ο κίνδυνος των επιδρομών περιορίζεται, και αρχίζουν να χτίζουν εκεί μαγαζιά και σπίτια, ξηλώνοντας κυριολεκτικά τις κατοικίες της Αίγενας.
Πάντοτε ναυτικοί, καπεταναίοι και ναυπηγοί, οι Αιγινήτες κατείχαν στις παραμονές της Επανάστασης 68 πλοία. Όταν συστήνεται το νέο κράτος, προσφέρουν τις γνώσεις και τις υπηρεσίες τους παντού και επιδίδονται εντατικά στη σπογγαλιεία και στο εμπόριο σφουγγαριών φτάνοντας ως τα ανατολικά παράλια της Αμερικής.
Παράλληλα, στα χρόνια του Καποδίστρια, φτάνουν στο νησί πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι, μια νέα άρχουσα τάξη, για την οποία χτίζονται κοντά στο λιμάνι μεγαλοπρεπείς οικίες αλλά και δημόσια κτίρια, το Κυβερνείο και το Ορφανοτροφείο, καθώς και προσφυγικές κατοικίες για τις χιλιάδες των εξαθλιωμένων προσφύγων της Επανάστασης που καταφεύγουν στο νησί.
Έμποροι πολλοί από αυτούς, προσπαθώντας αργότερα να οργανώσουν τη ζωή τους έχτισαν μαγαζιά πουλώντας τρόφιμα και είδη πολυτελείας από την Ευρώπη.
Οι ντόπιοι εμπορεύονταν ό,τι τους έδινε το νησί τους: πέτρες, ρετσίνι, ξυλεία, ψάρια και τα περίφημα αιγινήτικα κανάτια, επενδύοντας τα έσοδα από τη θάλασσα στη γη.
Ο Νικολής Γιαννούλης, πρόγονος της συγγραφέως, από ναυτική οικογένεια, εκμεταλλεύεται μια προικώα γη με πεύκα για το ρετσίνι τους, ασχολείται με φούρνους και χτίζει για την οικογένειά του διώροφο σπίτι στην παραλία με μεγάλα τοξωτά ανοίγματα στο ισόγειο που διακρίνεται σε φωτογραφίες εποχής δίνοντάς του νεοκλασικά στοιχεία, με ζωγραφιστά ταβάνια και τοίχους.
Η Ευτυχία Γιαννούλη περιγράφει τα επιχρίσματα και την επίπλωση, μας ξεναγεί σε σάλες και ταράτσες. Κοντά στους παλαιούς προκρίτους, την αριστοκρατία της γης, μια νέα αστική τάξη γεννιέται.
Τα ίδια χρόνια, ο Γεώργιος Λαβούτας, ο μελλοντικός συμπέθερος του Νικολή και ιδρυτής των «Περδικιώτικων», ζει στην ενδοχώρα, σε αγροτικό περιβάλλον, εξίσου εύπορο, όπως μαρτυρούν και οι εκκλησίες που κατά παράδοση διατηρούσαν οι οικογένειες. Μέλη της οικογένειάς του ζουν και επιχειρούν ήδη στην πόλη και εκεί θα καταλήξει και ο Γεώργιος στα τέλη του 19ου αιώνα, έμπορος πλέον, αγοράζοντας γη και ακίνητα.
Γάμος, γυναίκα και Γράμματα
Οι δύο οικογένειες συνδέονται με γάμο, όταν η κόρη τού Λαβούτα Ευγενία παντρεύεται τον γιο τού Γιαννούλη Παντελή. Στο πλαίσιο της «σχετικής διατροφικής αυτάρκειας», που μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα αποτελεί τρόπο ζωής των Αιγινητών με ποικίλες κοινωνικές προεκτάσεις, «η επιλογή της νύφης είναι καλά μελετημένη συμμαχία, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο» σχολιάζει η συγγραφέας. Οι καλές οικογένειες φροντίζουν για τη διατήρηση του κοινωνικού επιπέδου τους και οι λιγότερο ευνοημένες προσπαθούν να βελτιώσουν τις προοπτικές τους.
Η προίκα είναι απαραίτητη, προϊόν διαπραγμάτευσης κατά την οποία τα πάντα σημειώνονται σε χαρτί. Στα προικοσύμφωνα του 19ου αιώνα, η προίκα περιλαμβάνει στέγη, κτήματα για την καλλιέργεια ειδών διατροφής και είδη ρουχισμού και τα χρειαζούμενα για το νοικοκυριό. Ωστόσο, ο ρόλος της γυναίκας «δεν ήταν κατώτερος, όπως θα βιαζόταν ενδεχομένως κάποιος να τον χαρακτηρίσει» υποστηρίζει η συγγραφέας.
«Ηταν διακριτός, σημαντικός στις επιμέρους υποχρεώσεις του και γι’ αυτό απολύτως σεβαστός από όλους». Τεκμήρια της θέσης και της παιδείας των γυναικών, παλαιότερα οικογενειακά συμβόλαια καταδεικνύουν βέβαια ότι οι γυναίκες υπολείπονταν των ανδρών σε μόρφωση, ωστόσο στην Αίγινα των μέσων του 19ου αιώνα, όπου λειτουργεί το Κεντρικό Σχολείο για την εκπαίδευση μελλοντικών δασκάλων, τα πράγματα είναι καλύτερα από αλλού.
«Η γιαγιά μας και τ’ αδέλφια της, γεννημένοι όλοι στο τέλος του αιώνα, λαμβάνουν όλοι τη μόρφωση που αρμόζει» καταλήγει η συγγραφέας.
Τα «Περδικιώτικα»
Κέντρο της αφήγησης είναι τα «Περδικιώτικα», το φημισμένο παντοπωλείο που ίδρυσε το 1899 στην πόλη της Αίγινας ο Γεώργιος Λαβούτας στην ομώνυμη περιοχή, στη συνοικία της Μητρόπολης. Το όνομά της είναι δηλωτικό της πανίδας του νησιού.
Οι κοκκινοπόδαρες πέρδικες αφθονούσαν στο νησί, καταστρέφοντας τις ελιές, ώσπου οι νησιώτες άρχισαν να τις εξολοθρεύουν, σύμφωνα με τις πηγές, καταστρέφοντας τα αβγά τους. Από αυτές πήρε το όνομά του το χωριό Πέρδικα, στα νοτιοδυτικά του νησιού, και τα Περδικιώτικα ήταν η περιοχή όπου οι Περδικιώτες άφηναν τα ζωντανά τους όταν κατέβαιναν για δουλειές στην πόλη.
Εκεί, σε σημείο προνομιακό στην οδό Αφαίας, όπου κατέληγαν οι δρόμοι από σχεδόν όλα τα μέρη της Αίγινας, ίδρυσε το παντοπωλείο του ο Λαβούτας, σε μια εποχή που η οικιστική ανάπτυξη της πόλης και η αύξηση του πληθυσμού της είχε εντείνει τη ζήτηση για είδη διατροφής που ως τότε οι Αιγινήτες δεν αγόραζαν αλλά καλλιεργούσαν ή εξέτρεφαν οι ίδιοι.
Με τον Κερδώο Ερμή ζωγραφισμένο στην οροφογραφία του καταστήματος, τα «Περδικιώτικα» ήταν κέντρο λιανικού και χονδρικού εμπορίου, τράπεζα και τόπος συνάθροισης, δηλώνοντας το πέρασμα από την ανταλλακτική οικονομία στη συναλλαγή με χρήμα, σύμβολο της οποίας παραμένει το χρηματοκιβώτιο που σώζεται ακόμη στο κατάστημα.
Κέντρο εμπορίου
Την επιχείρηση ανέπτυξε περαιτέρω ο Παναγιώτης (Νότης), γιος του Γεώργιου, ο οποίος καλλιεργούσε τη σημαντική κτηματική περιουσία του πατέρα του και τη δική του και διέθετε μέσω του μαγαζιού του την εσοδεία του, τροφοδοτώντας γενικά με αιγινήτικα προϊόντα όλον τον Σαρωνικό και λειτουργώντας ως κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου από άλλα μέρη προς τον Πόρο, τα Μέθανα και την Πελοπόννησο.
Το μαγαζί άκμαζε ως τη δεκαετία του 1960 και λίγο αργότερα. Το κτίριο διατηρείται σήμερα και λειτουργεί ως μπαρ, με το όνομα του Παναγιώτη Λαβούτα στην προμετωπίδα ως εναπομείναν ίχνος μιας αλλοτινής ζωής αυτάρκειας και ευμάρειας βασισμένης στο τρίπτυχο ναυτιλία – εμπόριο – γεωργία που κράτησε ως τα μέσα του 20ού αιώνα, «όταν το εμπόριο αντικαταστάθηκε από τον τουρισμό και η γεωργία κατέληξε σχεδόν μονοκαλλιέργεια της φιστικιάς», περίπου τα ίδια χρόνια που η Αλίκη Βουγιουκλάκη με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα σε ιππήλατα αμαξάκια διαφημίζουν την Αίγινα ως τουριστικό προορισμό στην κινηματογραφική κωμωδία «Διακοπές στην Αίγινα» (1958) του Ανδρέα Λαμπρινού.
Στη μεγάλη οθόνη της κοινωνίας
Το είδος της οικογενειακής ή/και τοπικής Ιστορίας ανθεί στη χώρα μας, περισσότερο από όσο υποψιάζεται ο μέσος αναγνώστης. Επισκέψεις σε κατά τόπους επαρχιακά βιβλιοπωλεία, που συχνά πραγματοποιούν και εκδόσεις, δίνουν μια ιδέα του όγκου αυτής της εκδοτικής κατηγορίας. Αναμφισβήτητα συνταγμένα με μεράκι και πάθος, τα περισσότερα δείγματα του είδους είναι ερασιτεχνικά, ακατέργαστες προσπάθειες διάσωσης από τη λήθη.
Σε τούτη όμως την καλαίσθητη έκδοση, που κυκλοφορεί με πολλή φροντίδα, ευρετήριο ονομάτων και βιβλιογραφία, διαφαίνεται η πρόθεση μιας συστηματικής εργασίας. Η συγγραφέας, ερευνήτρια με καταγωγή από την Αίγινα, σπουδές Ιστορίας στην Αθήνα και μεταπτυχιακές σπουδές στο Κέιμπριτζ, όπου απέκτησε τη διδακτορική διατριβή της με ειδίκευση στη ζωοαρχαιολογία, προσεγγίζει την οικογενειακή ιστορία μεθοδικά σε έναν τόμο με ενδιαφέρον και για το ευρύ κοινό.
Δεν βασίζεται μόνο σε προσωπικές αναμνήσεις, συγγενικές διηγήσεις και μαρτυρίες, αλλά μελετά τη βιβλιογραφία, συγκρίνει και σχολιάζει πηγές, ερευνά δημόσια και ιδιωτικά αρχεία.
Οι πτυχές της οικογενειακής Ιστορίας προβάλλονται στη μεγάλη οθόνη της κοινωνίας της εποχής, μέσα από έγγραφα, τιμολόγια, φωτογραφίες, και ένα σπάνιο κατάστιχο του 1912, όπου καταγράφονται οι πελάτες του καταστήματος, τα επαγγέλματα και η οικονομική τους κατάσταση – «πιστός πελάτης», «άπορος εργατικός», «συνταξιούχος μετρίας οικονομικής κατάστασης» –, μια δημογραφική ακτινογραφία της τοπικής κοινότητας με πολύτιμη πληροφορία.